<< | <  |  >

 

Συνέντευξη: Θανάσης Γώγαδης

( Για το ένθετο Πανσέληνος, με αφορμή την έκθεση στο ΜΜΣΤ, 5 Ιουνίου 2005)

 

 

 

 Το έργο της Τέτας Μακρή δείχνει ξεκάθαρα τη συγγένειά της με την προβληματική της σύγχρονης δυτικοευρωπαϊκής παρασταστικότητας, συγγένεια που την κατέτασσε στη "μειοψηφία" όταν ο μεταπολιτευτικός ελληνικός εικαστικός χώρος, προσπαθώντας να απεγκλωβιστεί από το ιδεολόγημα της ελληνικότητας, ανακάλυπτε -έστω ετεροχρονισμένα- τη γοητεία της αφαίρεσης.

Ο θεατής βρίσκεται αρχικά αντιμέτωπος με μια ζωγραφική που, σχολιάζοντας την ιστορία του είδους της, δεν κρύβει το ενιαφέρον της για το γενικό ζήτημα της οικειοποίησης των εικόνων ή της σχέσης εικόνας και γλώσσας, τη διέγερση της μνήμης ή τον χειρισμό των στοιχείων που ενεργοποιούν την κρυμμένη και όχι εύκολα προσδιορίσιμη ποιητική διάσταση του καθημερινού, κοινού. Στα έργα της τελευταίας πενταετίας, ο πυρήνας του διαβήματος, χωρίς να μετατοπίζεται ως προς την ουσία, θα έλεγε κανείς ότι επιλέγει άλλο όχημα. Η ζωγραφική, που δρούσε στη μνήμη ή παρέπεμπε σε φαντασιακές συλλήψεις "διερωτώμενη περί του εαυτού της" και αναφερόμενη πρωτίστως στην ίδια την ιστορία της, δεν παύει να εξετάζει την υπόστασή της, να υποκινεί ανάλογους συνειρμούς και να έχει γενικά ανάλογη επίπτωση στο βλέμμα του θεατή, έχοντας όμως αυτή τη φορά ως αφετηρία την αναφορά στην υπόσταση του ζωγράφου.

Αυτή η λεπτή σχέση ανάμεσα στη δημιουργική αναφορά στην Ιστορία και την "αναγκαία" αναφορά στις ιστορίες ενισχύει ακόμη περισσότερο την αίσθηση της εσωτερικής συνοχής στις περιπτώσεις όπου ο ζωγράφος επαναπροσδιορίζει τα όρια μεταξύ του προνομιακού μέσου της, της ζωγραφικής και των μέσων της ψηφιακής τεχνολογίας.

 

Πείτε μας τι παρουσιάζετε στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και τι σημαίνει για έναν δημιουργό μια ανάλογη αναδρομική παρουσίαση τόσο σε προσωπικό-συναισθηματικό όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο;

Δεν πρόκειται για μια τυπικά αναδρομική έκθεση. Δεν είναι κάτι σαν επικήδειος που τον γράφεις ο ίδιος. Θα έλεγα ότι είναι περισσότερο μια διαδρομή ανάμεσα στον Ενεστώτα και τον Αόριστο. Δώδεκα ζωγραφικά έργα, ένα βίντεο και μία προβολή, δουλειά των τελευταίων τεσσάρων χρόνων, μαζί με ένα δείγμα από παλιότερες ενότητες, οπισθοχωρώντας ως το 1980. Νομίζω ότι κάπου τότε άρχισα να φτιάχνω πράγματα που να «βλέπονται» και που, ίσως, είχαν κάτι να πουν.Τι σημαίνει αυτή η έκθεση για μένα; Η φιλοξενία της δουλειάς μου στο φροντισμένο χώρο του Μακεδονικού Μουσείου, με ευχαριστεί και με τιμά. Σημαίνει συγχρόνως μια γιορτή, μεγαλύτερη απ’ ό,τι οι προηγούμενες εκθέσεις μου,  μια ευκαιρία διαλόγου και επικοινωνίας με φίλους και φιλότεχνους. Θα απαιτηθεί επίσης όλο μου το κουράγιο, για να αντικρίσω συγκεντρωμένο ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς μου. Μια ματιά προς τα πίσω. Ομολογώ ότι αυτό με ταράζει λίγο. Από την άλλη σκέφτομαι ότι κανένας καλλιτέχνης δε σταμάτησε να δουλεύει μετά από μια συγκεντρωτική έκθεση, κοιτάζοντας προς τα πίσω. Για δύο λόγους. Πρώτον γιατί σπάνια γίνεται ο ίδιος αυστηρός τιμητής του  έργου του. Δεύτερο και σημαντικότερο, γιατί κανένας δεν απαρνιέται αυτή την απόλυτη  ελευθερία που αισθανόμαστε όταν παίζουμε παιδιά και όταν φτιάχνουμε κάτι από το τίποτα. Γιατί λοιπόν εγώ να αποτελέσω εξαίρεση; Συμβαίνει να διαθέτω κάποια αποθέματα αυτοσαρκασμού, τα οποία με προστατεύουν από το να διαστέλλω τη σημασία των γεγονότων που αφορούν στην επαγγελματική μου ζωή. Η «φυγή» μου, βρίσκεται αλλού. Αντίθετα  βιώνω πολύ δραματικά και έντονα, τα γεγονότα που αφορούν στην προσωπική μου ζωή, αυτή των ανθρώπων που αγαπώ, αλλά και αυτά που έχουν σχέση με τη χώρα  ή τον πλανήτη. Π.χ. έχω μια διαρκή ανησυχία για το βλακώδες ρεκόρ των τροχαίων που κατέχουμε, την οικολογική αναισθησία, τους πολέμους παραφροσύνης, την αδιαφορία των κατοίκων των πλούσιων χωρών γι’ αυτό που συμβαίνει στους άλλους. Οτιδήποτε δυσάρεστο μπορεί να περιοριστεί, ή να εκλείψει και αυτό δεν συμβαίνει λόγω αδιαφορίας ή βλακείας, αυτό με τρελαίνει, όπως και πολλούς ανθρώπους, από όσο ξέρω.

 

Η κ. Ν. Λοϊζίδη, αναφερόμενη στο έργο σας μιλά για "ποιητική του τέλους", "ποιητικούς σχολιασμούς" κτλ. Κατά πόσο ασπάζεστε ανάλογους χαρακτηρισμούς ή προσδιορισμούς και σε τελική ανάλυση η "ποιητική" των εικόνων τι μπορεί να προσφέρει σ' ένα έργο; Συμβάλλει π.χ. στο αισθητικό αποτέλεσμα, στην πιο "ήπια" προβολή του ή τι άλλο;

Η ποιητική του τέλους υπάρχει σε κάθε δημιουργικό διάβημα. Είναι η ταραχή που γεννά η γνώση του θανάτου, η συγκίνηση της μιας και μοναδικής φοράς, η απελπισία να κατανοήσουμε το παράλογο φαινόμενο της ζωής. Δεν ξέρω πώς «ντύνει» ένα έργο τέχνης αυτή η συγκίνηση. Είναι όμως, σίγουρα, η αιτία που το προκαλεί.

 

Πείτε μας για τον αφηγηματικό χαρακτήρα της δουλειάς σας. Πόσο απέχει ή διαφοροποιείται μια εικαστική αφήγηση από μια κινηματογραφική ή λογοτεχνική;

Με πήγατε πίσω μ’αυτή την ερώτηση. Στα παιδικά μου χρόνια όπου λάτρευα τα παραμύθια, στα εφηβικά  όπου καταβρόχθιζα μυθιστορήματα και στα πρώτα νεανικά όπου έβλεπα πολύ κινηματογράφο. Το εικαστικό έργο, «παριστάνει» ή υποδηλώνει έναν κόσμο με περισσότερες ή λιγότερες πληροφορίες, προτείνοντας μιαν εικόνα. Στη λογοτεχνία, ο κόσμος αυτός περιγράφεται με το λόγο. Στον κινηματογράφο χρησιμοποιούνται και τα δύο. Οι δυνατότητες του κάθε μέσου είναι διαφορετικές, όπως και ο τρόπος πρόσληψής του. Και στις τρεις αυτές μορφές τέχνης, ο μύθος, μας ρουφάει, γινόμαστε μέρος του, «φεύγουμε». Γι’αυτό το «ταξίδι» γίνεται όλη η φασαρία, γι’ αυτή την ελευθερία να γίνουμε κάποιος «άλλος» για μια στιγμή, για όσο διαρκέσει τέλος πάντων αυτό το άγγιγμα.

 

Στην πρόσφατη εργασία σας επιμένετε στις τελετουργικές χειρονομίες και στην καταγραφή ανθρώπινων χεριών. Για πιο λόγο; Τα αντικείμενα που πρωταγωνιστούν (μια γαμήλια ανθοδέσμη, δύο κοριτσίστικες κομμένες πλεξούδες, ο "καρπός" μιας κοιλιάς) θα πρέπει να θεωριθούν σύμβολα του κύκλου της ζωής;

Η τελευταία ενότητα της δουλειάς μου, ξεκίνησε από την ιδέα της φωτογραφίας – προβολή, που περιλαμβάνεται στα έργα της έκθεσης με τον τίτλο  όρια ασαφή.Το σημείο - πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη. Ζωή - θάνατος, ύπνος - εγρήγορση, το μαξιλάρι - ερζάτς, το παιδί και το σώμα της μητέρας, το μαξιλάρι των παρασήμων του πολέμου, που αποφασίζεται κατά κανόνα από το αρσενικό στοιχείο και που σ’αυτόν θυσιάζεται πρώτο αυτό, οι κοτσίδες που «θυσιάζονται», ή κρατημένες σαν το κεφάλι του Ολοφέρνη, ναι, όλα αυτά είναι εικόνες- σύμβολα του κύκλου της ζωής. Χωρίς όρια, χωρίς αφετηρία και τέρμα, ένας κύκλος που τρέχει διαρκώς να συναντήσει την αρχή του.

 

Θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια "γυναικεία" τέχνη, εφόσον ένας αρσενικός δημιουργός δεν θα μπορούσε ποτέ να προσεγγίσει ανάλογα θέματα με την ίδια αίσθηση αλλά και ευαισθησία;

Ξέρετε, η γιαγιά μου ήταν γυναίκα, η μαμά μου ήταν γυναίκα, κι’ εγώ είμαι γυναίκα. Το σώμα μου είναι αυτό και βιώνω έτσι τις καταστάσεις. Δεν μπορώ και δε θέλω να απαλλαγώ από αυτά τα χαρακτηριστικά. Αν βγαίνουν στη ζωγραφική μου, δε με απασχολεί. Με απασχολεί, αν αυτό που κάνω, λέει κάτι. Εξ’άλλου, δε συμπαθώ τις κατηγοριοποιήσεις. και γι’ αυτό το λόγο, δεν πήρα ποτέ μέρος σε εκθέσεις όπου συμμετέχουν αποκλειστικά γυναίκες. Ένα καλλιτεχνικό διάβημα είναι επιτυχές ή δεν είναι, ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά που μοιραία κουβαλάει. Μπορούμε, βέβαια, να μιλήσουμε για την κατάσταση, που το υπαγορεύει. Το κείμενο του καταλόγου της έκθεσης, που υπογράφει η Νάντια Καλαρά,  περιέχει ένα απόσπασμα της Julia Kristeva, η οποία αναφέρεται σ’αυτή τη γυναικεία κατάσταση. Το δανείζομαι. («Οι γυναίκες έχουν την τύχη και την υπευθυνότητα  να είναι υποκείμενα των ορίων. σώμα και σκέψη, βιολογία και γλώσσα, προσωπική ταυτότητα και διασπορά στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, καταγωγή και κριτική σκέψη, έθνος και κόσμος, μ’ένα τρόπο πιο δραματικό απ’ότι οι άντρες» Και η Νάντια Καλαρά  συμπεραίνει. «Ίσως αυτή τους η κατάσταση να καθιστά δύσκολη την εξεύρεση των κωδίκων για την ανάγνωση του έργου  τους. Σίγουρα, τις καθιστά τα κατ’ εξοχήν υποκείμενα της μοναξιάς»). Ο άντρας – δημιουργός, από την πλευρά του, προσεγγίζει το θέμα του  μέσα από την  «κατάσταση»  την οποία βιώνει  εκείνος και η οποία τον ωθεί στο «απονενοημένο» διάβημα της  καλλιτεχνικής έκφρασης.Κοινή αφετηρία, η μοναδικότητα του ατόμου. Κοινό αίτημα, η αναζήτηση της επικοινωνίας.

 

Ποιός ο ρόλος της μνήμης σ' αυτόν τον κύκλο εργασίας σας;  Πόση βαρύτητα έχει; Μήπως αυτή έχει τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα στις "πραγματικές" εικόνες που καταγράφετε στα ζωγραφικά τελάρα;

Η μνήμη. Ασφαλώς. Δεν είναι προϊόν επιστημονικής φαντασίας  αυτή η δουλειά. Η μνήμη, αυτό που αισθάνθηκα, σκέφτηκα, επεξεργάστηκα, βίωσα, έως και ένα λεπτό πριν αποφασίσω τι έργο θα φτιάξω. Τα ταξίδια που έκανα, οι πολιτείες που είδα, οι άνθρωποι που συνάντησα, οι έρωτες, οι συγκινήσεις, ο πόνος, το κλάμα, οι ευτυχισμένες μέρες. Κι’ακόμα, ό,τι πέρασε σε μένα σα μνήμη του σώματος, από τη γυναίκα όλων των εποχών, που περίμενε πολύ, περίμενε συχνά κάτι ή κάποιον, και εξακολουθεί να περιμένει, που ονειρεύεται και «φεύγει» και φέρει το βάρος της συνέχειας της ζωής, αναλαμβάνοντας έτσι τη μεγαλύτερη διακύβευση.

 

Παραμένοντας για λίγο ακόμη στην τελευταία σας έκθεση, με ποιόν τρόπο συνδιαλέγονται ζωγραφικές εικόνες, βίντεο και προβολές;

Κάθε ιδέα για ένα εικαστικό έργο, αναζητά το ιδανικό μέσο για να «υλοποιηθεί» Πίσω όμως από το τελάρο, τη φωτογραφική μηχανή, η την βιντεοκάμερα, βρίσκεται η συγκίνηση του καλλιτέχνη, που επιχειρεί το διάβημα. Αυτός είναι ο κοινός τόπος, εκεί συνδιαλέγονται και όχι στη «σύσταση» του έργου ή στη διαφορετική τεχνική.  Κάθε μέσο, προσφέρει άλλες δυνατότητες και μπορεί να υπαγορεύσει ιδέες,  που θα βρουν σ’αυτό, την ιδανική τους διατύπωση. Αφορισμοί, του τύπου. «η ζωγραφική πέθανε και ζήτω η τεχνολογία», ή το αντίθετο, «μόνο το τελάρο είναι τέχνη και όλα τα άλλα είναι μπούρδες», μου φέρνουν - εκτός από  μειδίαμα - δυο λέξεις στο νου. Ψυχραιμία και σχετική με το αντικείμενο παιδεία. Όμως δεν τις προφέρω, παρά μόνο εάν μου ζητηθεί.

 

Στο βίντεο που παρουσιάζετε στην έκθεση υπάρχουν το παλιό νεκροταφείο και η παλιά παραλία. Μιλήστε μας γι' αυτό.

Ο τίτλος του βίντεο είναι Η πολιτεία των νερών. Το παλιό νεκροταφείο και η παλιά παραλία, τα μόνα σημεία της Θεσσαλονίκης που θυμίζουν πόλη. Ένωσα αυτές τις δύο εικόνες συνθλίβοντας τον ενδιάμεσο χώρο, αυτόν που καταλαμβάνει -ευτυχώς έντονα και ζωντανά- η ροή της πόλης. Μια πόλη που μισεί το πράσινο (αρκεί να δει κανείς με τι συστηματική αντιπάθεια κλαδεύονται-τσακίζονται τα δέντρα) και λατρεύει το τσιμέντο. Αν προσθέσουμε σ'αυτά το αμφίβολης αισθητικής βάψιμο των σπιτιών, τα ξερά μπαλκόνια, τον θόρυβο, την απίστευτη επιθετικότητα των οδηγών, τη σπανιότητα της καλής αρχιτεκτονικής και το κάπως βαρύ κλίμα, έχουμε μια σίγουρη συνταγή μελαγχολίας που μπορεί μεν να μας υπαγορεύει κάποιους στίχους, ένα βράδυ με καταιγίδα, αλλά δεν εξασφαλίζει την αρμονική μας συνύπαρξη με την πόλη.

 

 Μια τελευταία ερώτηση .Όταν μια μέρα αποχωρήσετε από τη Σχολή Καλών Τεχνών,τι θα σας λείψει περισσότερο; Ποιές είναι οι πιο έντονες στιγμές που είχατε σ' αυτον τον τομέα;

Φέτος, το Α΄ εργαστήριο, στο οποίο έχω την τιμή να διδάσκω, συμπληρώνει, όπως και η Σχολή, είκοσι χρόνια λειτουργίας. Μια υπέροχη συνεργασία με τον ζωγράφο Στέλιο Κουπέγκο από την πρώτη στιγμή, ενώ τα τελευταία τρία χρόνια, προστέθηκε στο εργαστήριο και η πολύ θετική παρουσία του Γιώργου Διβάρη. Αποχωρώντας μια μέρα από τη Σχολή, δε θα μου λείψει τίποτα. Δεν εννοώ μ’ αυτό, την προχειρότητα των εγκαταστάσεων, ή το κλίμα, που ενδεχομένως θα μπορούσε να είναι και καλύτερο. Εννοώ ότι όλα, όσα κέρδισα αυτά τα χρόνια, θα τα πάρω μαζί μου. Είναι οι αποσκευές μου. Η απόδοση μιας επένδυσης. Η συγκινητική φιλία με ορισμένους  από τους παλιούς μου φοιτητές, τα τηλεφωνήματα και οι σποραδικές συναντήσεις με κάποιους άλλους, η  αγωνία και το ρίσκο που μοιράστηκα  μαζί τους, η προέκταση των ονείρων μου μέσα από τη δική τους δουλειά. Είμαι τυχερή, είμαι πολύ τυχερή. Συνάντησα καταπληκτικούς ανθρώπους. Έχουν γίνει μέρος της ζωής μου. Και επειδή νοιάζομαι για τη διατήρηση των πραγμάτων και τη διαφύλαξη των σχέσεων, πιστεύω πως αυτό θα διαρκέσει.