<< | <  |  >

Η Μνήμη: μέρος της ταυτότητάς μας.

Στη μνήμη ακουμπάει η συνείδηση, όλα όσα προσδιορίζουν αυτό που είμαστε, τα συλλογικά και ατομικά βιώματα, οι σκέψεις μας, οι ιδέες, οι δικές μας και των άλλων.

Η μνήμη, απαιτεί τρυφερή κατάταξη, για να μην σκεπάσει το παρόν, για να συνεχίσουμε να ζούμε στο τώρα και να ονειρευόμαστε το αύριο.

Το σώμα μας κινείται προς τα εμπρός, βαδίζουμε προς τα εμπρός, η σκέψη όμως, καλπάζει διαρκώς προς τα πίσω, μας οδηγεί σε έναν άλλο χρόνο, επεξεργάζεται, αναθεωρεί, κατατάσσει, διαγράφει, αποκρυπτογραφεί, πάντα προς τα πίσω με ότι έχει καταγράψει έως πριν από ένα δεύτερο, συνδυάζοντας νέα δεδομένα με αυτά που ήδη γνωρίζει, ακόμη και όταν σχεδιάζει κάτι για το μέλλον, όταν ονειρεύεται, ή βουλιάζει σε μιαν ουτοπία.

Η μνήμη, μας παρηγορεί, κρατάμε τη γεύση όσων χάσαμε στο πέρασμα του χρόνου.

Η μνήμη, ο μοναδικός φόβος του θανάτου.

Εκεί βρίσκεται η διαφυλαγμένη συγκίνηση, αυτή είναι το μαγικό πηγάδι, απ΄όπου αναπηδούν ιδέες και συναισθήματα, τα οποία αποτελούν το υλικό της καλλιτεχνικής σύλληψης.

Ο επαναλαμβανόμενος κύκλος της φύσης, μας ξεγελάει και δυσκολευόμαστε να δεχτούμε τη μοναδικότητα του κύκλου τής δικής μας ζωής.

Γράφουμε, συνθέτουμε ή παίζουμε μουσική, ζωγραφίζουμε, σχεδιάζουμε κτήρια, προσπαθώντας να συμπεριλάβουμε όλα όσα έχουν σημασία για εμάς, επιδιώκοντας το διάλογο και διεκδικώντας μια θέση στη μνήμη των άλλων.

Αυτό, μας εξασφαλίζει τη συνέχεια, γινόμαστε μέρος της μνήμης τους, τους εμπιστευόμαστε την ηχώ της ζωής μας.

Η συνέχεια, αχ αυτή η συνέχεια, η αγωνία για το αύριο, χωρίς εμάς.

Μα και το χθές κύλησε χωρίς εμάς κι έτσι θα συνεχίσει, ίδια και απαράλλαχτα, με όλα, όσα είναι ικανός ο άνθρωπος να πράξει, τα φοβερά αλλά και τα θαυμαστά, καταστροφέας, ή προστάτης τής φύσης και της ζωής σε όλες τις μορφές της.

Όλα τα πράγματα έχουν ειπωθεί, αλλά καθώς κανείς μας δεν ακούει, είμαστε υποχρεωμένοι να αρχίζουμε από την αρχή, λέει ο André Gides και ο Ζέμπαλντ-

Γερμανός συγγραφέας, που αν δεν έχανε τη ζωή του στα 57 του, το 2001, σε αυτοκινητικό, θα ήταν πιθανότατα, σήμερα, κάτοχος ένός Νόμπελ λογοτεχνίας- ο  Ζέμπαλντ λοιπόν, τρομοκρατημένος από τη λήθη που πέφτει πάνω στα δραματικά γεγονότα της ιστορίας, γράφει: Καθώς κανένας δεν ακούει, δεν ζωγραφίζει και δεν διηγείται τις ιστορίες, που μένουν πάνω σε αμέτρητους τόπους και αντικείμενα, τα οποία από μόνα τους δεν έχουν τη δυνατότητα της μνήμης....Και συνεχίζει.

Ερχεται λοιπόν η Τέχνη, η οποία αποδεικνύει ότι η ζωή δεν αρκεί, όπως λέει ο Πεσσόα και υπόσχεται το πάγωμα του χρόνου, το ξόρκισμα της θνητότητας, την ήττα της λήθης, με την εικόνα, (τα φαγιούμ, τα πορτρέτα, την φωτογραφία) με την ποίηση, τη λογοτεχνία, τη μουσική, την αρχιτεκτονική, εικονογράφηση της περιπέτειας των ιδεών, και της κλίμακας των συναισθημάτων, με κάθε μέσο που κατορθώνει να αντισταθεί στο χρόνο.

Και αν δεν υπόσχεται την αθανασία, τουλάχιστον δίνει ελπίδα για μια επιβραδυμένη κατάρρευση, (την τεχνική που εφαρμόζουν στις πόλεις-φάντασμα ή σε διάφορα ερείπια, όταν για λόγους ιστορικούς ή αισθητικούς αποφασίζουν να μην τα επαναφέρουν στην πρώτη τους μορφή αλλά να επιβραδύνουν όσο γίνεται την κατάρρευσή τους)

Και πάλι ο Ζ. γενημένος το 1944, ο οποίος βλέπει για πρώτη φορά στα δεκαεπτά του χρόνια,  ένα ντοκυμαντέρ για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί  και αποκτά μνήμη, καταλήγει: Δεν μπορεί να είναι ευτυχής όποιος αποκτά μνήμη. 

Ομως, και το μίσος θυμάται κι έτσι, επαναλαμβάνονται τα λάθη των ανθρώπων, συλλογικά και ατομικά. Και αν η ενοχή είναι ατομική, η ευθύνη είναι συλλογική.

Κλεμένο από τον Γιάσπερς, βέβαια, αυτό.

Η ανθρωπότητα όμως, δεν μαθαίνει από τα λάθη της, η Ευρώπη δεν έμαθε από τα λάθη της, κανένας από εμάς δεν έμαθε όσα θα έπρεπε, ή όσα θα ήθελε, από τα λάθη του, μάλλον γιατί οι συνθήκες των καταστάσεων είναι κάθε φορά διαφορετικές, όπως τα πρόσωπα των ανθρώπων που πέρασαν, ή βρίσκονται αυτή τη στιγμή, πάνω στη γη, όπως ο ήχος τής φωνής τους.

Μοναδικός και ανεπανάληπτος.

Ο καλλιτέχνης, επιδιώκει απελπισμένα το διάλογο με τον άλλο.

Αυτό, είναι το αιτούμενο της τέχνης.

Το μαγικό πεδίο που αναπτύσσεται ανάμεσα στο έργο και σ' αυτόν που το κοιτάζει, είναι αποτέλεσμα της δεκτικότητας του θεατή και της αύρας, που εκπέμπει το έργο. Ένας σιωπηλός μυστικός διάλογος, η ενσυναίσθηση.

Τη λέξη ενσυναίσθηση, στο χώρο των εικαστικών τεχνών -και σ’ αυτό το χώρο θα περιοριστώ βεβαίως- την χρησιμοποιούμε μετά το 1990.

Ως τότε, χρησιμοποιούσαμε τις, επίσης ωραίες λέξεις, εμβίωση και μέθεξη.

Η λέξη ενσυναίσθηση είναι μετάφραση της γερμανικής λέξης einfűhlung.

Η αγγλική empathy, η γαλλική  empathie, η ιταλική empathia, έχουν ψευδόφιλη σχέση με την ελληνιστκή λέξη εμπάθεια. Ωστόσο, να σημειώσουμε ότι στην αρχική της έννοια, η λέξη εμπάθεια - εμπαθής, είχε θετική έννοια.

Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Max Veber, που πέθανε το 1920, μιλούσε για “απομάγευση» του κόσμου.

Αυτή την απομάγευση, την έχει υποστεί και το έργο τέχνης, αφήνοντας ένα μεγάλο κενό που προσπαθούμε να γεμίσουμε με το λόγο, επιδιώκοντας μ' αυτό τον τρόπο την αναμάγευσή του και  αναζητώντας την aura, που  έχουμε στερηθεί.

Πώς όμως αναφερόμαστε στη ζωγραφική, χρησιμοποιώντας το λόγο;

Όπως μεταφράζουμε ποίηση; Ο Aρτουρ Αντάμοφ, Ρώσος θεατρικός συγγραφέας που ζούσε στο Παρίσι, επιχειρώντας να μεταφράσει Ρίλκε σημειώνει:

Το πιο δεινό χρέος που  γνώρισα.

Και η Μαρίνα Τσβετάγιεβα, η σπουδαία ρωσσίδα ποιήτρια:           

Γινόμαστε ποιητές, για να μην είμαστε  Ρώσοι, Γάλλοι, Γερμανοί.

Το σχεδόν απαραίτητο κείμενο, που είναι πλέον ο μόνιμος συνοδός του έργου τέχνης στις επίσημες εμφανίσεις του, συμβάλλει στην προσέγγισή του, το παγιδεύει σε μια συγκεκριμένη ανάγνωση, το υπονομεύει  αμφισβητώντας την αυτονομία του, συνυπάρχει μαζί του αρμονικά, του κλέβει τη λάμψη όταν το κείμενο είναι υπέροχο; Ίσως όλα αυτά, κατά περίπτωση.

Όπως ακριβώς συνέβη με τις πρωτοπορίες του εικοστού αιώνα και την αφηρημένη τέχνη, που δεν κατάφεραν να επικοινωνήσουν με τους ανθρώπους, διότι δεν έδωσαν προτεραιότητα στην προσωπική επιλογή (Μπάου Χάουζ, εντυπωσιακά τεράστια βιομηχανικά προϊόντα) έτσι και η σύγχρονη τέχνη, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, δεν κατάφερε να επικοινωνήσει μαζί τους.

Εννοείται, ότι μιλάμε πάντα γενικά και ότι σε πάρα πολλές στιγμές του 20ού και του 21ου αιώνα, δημιουργήθηκαν και εξακολουθούν να δημιουργούνται έργα που συγκινούν βαθύτατα.

Αυτή είναι η ουσιαστική τέχνη, η οποία συμβαίνει αβίαστα και όχι κατά παραγγελίαν και ούτε χρειάζεται ένα σκηνοθετημένο περιβάλλον το οποίο ονομάζει έργο τέχνης οτιδήποτε βρίσκεται μέσα σ’ αυτό.

Η κατανόηση του εικαστικού έργου, σαφώς,  επιτυγχάνεται με την βοήθεια του λόγου, ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, πληροφορίες για τον καλλιτέχνη πέραν του επίσημου βιογραφικού, ανάλυση του θέματος, παραλειπόμενα της ιστορίας, οργάνωση του χώρου, τεχνική.

Το κείμενο, συμβάλλει στην κατανόησή του, αλλά όχι στην ενσυναίσθηση.

Τη συγκίνηση,  τη δίνει το ίδιο το έργο, όχι η ανάλυσή του,

Η συγκίνηση, εισπνέεται με τη δική μας ανάσα, όχι με του άλλου, εισπνέεται με την αύρα που εκπέμπει ο ήχος, η κίνηση, η εικόνα, συμπαρασύροντάς μας πέρα από το καθημερινό, στο αίσθημα του υψηλού.

Αυτή, δεν βιώνεται δι’ αντιπροσώπου, δεν μεταδίδεται, δεν διδάσκεται, καλλιεργείται με το χρόνο, βοηθούμενη από μια εγγενή διάθεση να συγκινούμαστε από την ομορφιά, τις ιδέες, τα συναισθήματα, όλα όσα εμπεριέχει η τέχνη, ώστε να λειτουργήσει στον θεατή, ακροατή, ή αναγνώστη, παρηγορητικά. Η τέχνη είναι και οφείλει να είναι παρηγορητική...

Μήπως  όμως, την αύρα του εικαστικού έργου τη συλλαμβάνει αυτός, που στέκει σιωπηλός μπροστά του, ξανά και ξανά, όπως  ο ήρωας του  Μπέρνχαρντ στους Παλιούς Δασκάλους; αυτός, που δεν αρκείται μόνο στην κατανόηση του έργoυ, αλλά αναζητά την ενσυναίσθηση;

Ίσως στη συνέχεια μιλήσει, γράψει ή συνεχίσει να σιωπά. Ίσως είναι ιστορικός, θεωρητικός, ποιητής, καλλιτέχνης, φιλότεχνος. Ή, όχι απίθανο, τίποτε από τα παραπάνω.

Η aura του έργου τέχνης, μας χαρίζεται ανιδιοτελώς. Και η ανευ όρων παράδοση στη μαγεία του, είναι μια μεγάλη πρόκληση.

 Κάθε φορά, σχεδόν, που πάω στο Παρίσι, επισκέπτομαι το κομψό Μουσείο του Ορσέ, έχει συχνά ενδιαφέρουσες εκθέσεις και δεν παραλείπω να  επισκεφθώ την αίθουσα, όπου εκτίθεται μόνιμα ένα έργο του Whistlers, του 1871, το ποτρτέτο της μητέρας του, με τίτλο, Σύνθεση σε γκρι. Ενα έργο, που το φόντο του, υπαγορεύει μια γκρίζα σιωπή και οι νταντελλένιες μανσέτες στα χέρια, που ακουμπούν καρτερικά στο φόρεμα, μοιάζουν παράθυρα για απόδραση από το καθημερινό-κοινό, απόδραση σε έναν άλλο χώρο, έναν αλλο τόπο, τον τόπο της καταγραφής της γοητευτικής, ενδιαφέρουσας και απελπισμένης μοίρας του ανθρώπου.

Υπάρχει ένα κάθισμα, μπροστά σ’ αυτό το έργο και σπεύδω προς τα εκεί, αλλά πόσες φορές, μα πόσες πολλές φορές μ’ έχει προλάβει κάποιος άλλος που κοιτάζει με προσήλωση, το έργο.

Στέκομαι όρθια πίσω του και μοιράζομαι με έναν άγνωστο, την ίδια απόλαυση. Χαίρομαι, κι ας μου φάγαν την καρέκλα. Αυτή η καρέκλα μοιράζεται με χαρά.

Δεν πρόκειται για καρέκλα εξουσίας!

Επιστρέφοντας στην τέχνη και στα κείμενα που τη συνοδεύουν, αναρωτιόμαστε: Μας είναι απαραίτητη αυτή η μεσολάβηση;

Η μουσική είναι μια κατεξοχήν συμβολική γλώσσα και όπως λέει ο Σοπενχάουερ περνάει από την αίσθηση στην ψυχή χωρίς τη μεσολάβηση της λογικής. Οι εικαστικές τέχνες, είναι επίσης μια συμβολική γλώσσα, αλλά με διαφορετικούς κώδικες από αυτούς της μουσικής.

Προσπαθώντας να προσεγγίσουμε ένα εικαστικό έργο, παρεμβαίνει η λογική και το θανατηφόρο ερώτημα: “τι θέλει να πει;”

Και τότε, ο λόγος σπεύδει σε βοήθεια.

Πόσες επικίνδυνες δηλώσεις έχουν γίνει, για την τέχνη, όχι μόνο από άλλους χώρους όπως αυτή, του Βικτόρ Ουγκό: Η μουσική του Μπετόβεν δεν αντέχεται!, αλλά και από ανθρώπους, που ήταν μέσα στο ίδιο αντικείμενο και μάλιστα με μια σημαντική κατάθεση, όπως ο Πόλλοκ, πχ που δήλωσε το 1950: Η τέχνη πρέπει να εκφράζει συναισθήματα, γιατί το να φτιάχνεις εικόνες με πράγματα είναι κάτι, που τώρα γίνεται με τις φωτογραφικές μηχανές.

Ο χρόνος τις ακύρωσε (τις δηλώσεις, όχι τις φωτογραφικές μηχανές)

Η τέχνη, σαφώς εκφράζει συναισθήματα -όπως λέειο Πόλλοκ- αλλά και ιδέες, διερωτάται για τον εαυτό της, για τα ερωτήματα που βασανίζουν τους ανθρώπους, για τον έρωτα, για το θάνατο, για το παράξενο και ανεξήγητο φαινόμενο της ζωής. 

Κλαίμε μερικές φορές στις κινηματογραφικές ταινίες, ή ακούγοντας μουσική, ή διαβάζοντας ένα βιβλίο.

Μπροστά σ' ένα εικαστικό έργο τέχνης, στο Μουσείο ή σε έναν εκθεσιακό χώρο, δεν κλαίμε, ή τουλάχιστον, πάρα πολύ σπάνια, είναι μια άλλου είδους σχέση.

Το έργο, ζητάει τη σιωπή μας, ζητάει να σταματήσουμε μπροστά του να το αφουγκραστούμε. Η επικοινωνία μαζί του είναι πιο ήπια, λιγότερο έντονη από ότι με τα άλλα είδη τέχνης.

Ένα εικαστικό έργο, που μας συγκινεί, το έχουμε στον τοίχο του σπιτιού μας και κάθε φορά που περνάμε μπροστά του, το κοιτάζουμε με συνενοχή. Εκείνο κι εμείς μόνο γνωρίζουμε το διάλογο που αναπτύσσεται ανάμεσά μας, είναι τόσο λίγο απαιτητικό, γι αυτό και το αντέχουμε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ένα μουσικό κομμάτι, όσο κι αν το λατρεύουμε, δεν είναι δυνατόν να το ακούμε συνέχεια, ούτε να βλέπουμε κάθε βράδυ την ίδια ταινία, ή να διαβάζουμε το ίδιο βιβλίο.

Η μουσική, ο κινηματογράφος, ο χορός, το θέατρο, η λογοτεχνία και η ποίηση, ζητούν να τους αφιερώσουμε χρόνο από τη ζωή μας και αυτό, θέλουμε να το κάνουμε όταν και για όσο διάστημα, το αποφασίζουμε εμείς, οι ίδιοι.

Πάντως, κλασικό, μοντέρνο ή σύγχρονο, ένα καλό έργο έχει μεγάλες πιθανότητες να δει μια μέρα κάποιον, που θα φέρει μια καρέκλα και θα καθίσει απέναντί του, όπως ο ήρωας του Μπέρνχαρντ, για να αφεθεί στη γοητεία του.

Αυτό που ονομάζουμε κλασικό, είναι αυτό που ξεπερνάει την εποχή του, εξακολουθεί να συγκινεί για διάφορους λόγους και όταν πλέον δεν είναι σύγχρονο, ή, να θεωρείται ενδιαφέρον για ιστορικούς, απλά, λόγους

Εννοείται ότι δεν καθαγιάζεται οτιδήποτε θεωρείται κλασικό, αλλά βέβαια ούτε και οποιοδήποτε εγχείρημα χρησιμοποιεί την τεχνολογία και γενικά, αυτά, που θεωρούνται σύγχρονα μέσα, προκαλώντας δηλαδή, δωρεάν.

Το σύγχρονο, αναφέρεται στη χρονική στιγμή που γίνεται ένα έργο, όχι στο μέσο. Διότι τα μέσα, στις μέρες μας, είναι πάρα πολλά, τα γνωστά από παλαιότερες περιόδους και τα νεότερα, η φωτογραφία, το βίντεο, η εγκατάσταση, η ψηφιακή εικόνα, η περφόρμανς, ο συνδυασμός μεταξύ τους (πχ βιντεοεγκατάσταση, εικόνα και κείμενο, κλπ)

Σύγχρονη τέχνη είναι αυτή που καταθέτει μια ματιά του καιρού της, όχι αυτή που εκμεταλεύεται, απλώς, τα μέσα του καιρού της.

Το διακύβευμα οφείλει να είναι σύγχρονο, όχι το μέσο.

Η ζωγραφική ωστόσο, ίσως ευνοεί περισσότερο την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης -ίσως λέω- πρώτον, για ιστορικούς λόγους.

Η σχέση αυτή έχει καταγραφεί στο dna του φιλότεχνου,  εφόσον, για αιώνες, ήταν το μοναδικό μέσο, και δεύτερον, διότι η σχέση μαζί της, είναι περισσότερο σωματική-ερωτική.

Το ζωγραφικό έργο έχει ανάσα, πάλλεται, έχει μυρωδιά, υφή, έχει σώμα, μπορείς να το αγγίξεις (αν δεν σε βλέπει ο φύλακας του Μουσείου, εννοείται!).

Επιστρέφοντας στο κείμενο, διαπιστώνουμε ότι η εξέλιξη της σχέσης μας μαζί του, είναι ακριβώς αντίθετη από την εξέλιξη της σχέσης μας με το εικαστικό έργο.

Επί αιώνες, την εικόνα την αντικρίζαμε σιωπηλά.

Κάποια στιγμή αισθανθήκαμε την ανάγκη να μιλήσουμε γι αυτήν.

Η σιωπηλή σχέση που υπήρχε ανάμεσά μας, έχει ραγίσει.

Η σχέση μας με το κείμενο, εξελίχθηκε αντίθετα.

Επί αιώνες, είχαμε φωνητική πρόσληψη του κειμένου. Αυτό σταμάτησε σταδιακά και κάπου στους Ρωμαικούς χρόνους, την εποχή τού Αγίου Αυγουστίνου, η σιωπή, σαν είδος συνενοχής, ήρθε να εγκατασταθεί ανάμεσα στο κείμενο και σ’ εμάς.

Διαβάζουμε πλέον σιωπηλά.

Οι Ιρλανδοί λένε ότι η σιωπή της νύχτας με βόρειο σέλας, φέρνει τα τραγούδια.

Η μουσική δεν υπάρχει, παρά μόνο μέσα στην απόλυτη ησυχία.

Η ενσυναίσθηση, αναδύεται-εγκαθίσταται μέσα στη σιωπή.

Ακόμη και σκοπός του λόγου, είναι να οδηγήσει στις όχθες της σιωπής.

Μιλάμε, για να σιωπήσουμε στη συνέχεια...

Αυτό, θα κάνω κι έγώ...

 

Τέτα Μακρή,

Οκτώβριος 2017

 

                                                        

 

 

 

Μνλημη_Ενσυναίσθηση

Το αίτιο και το αιτούμενο της Τέχνης