<< | <  |  >

 

«Pictor»  

Εξερευνώντας το οικείο

(Περπατάω στην πόλη όταν η πόλη δεν είναι εδώ)

 

 

 

Ο ζωγράφος, ως γεωγράφος.

Ο γεωγράφος εξερευνά τον άγνωστο κόσμο. Συγκεντρώνει, ταξινομεί και αξιοποιεί στοιχεία για να συμπληρώσει κενά στη γνώση και να κατανοήσει τη ζωή.

Ο ζωγράφος αναζητά μιαν αφορμή μέσα στον  οικείο κόσμο για να τη μετατρέψει σε

μαγικό νήμα  επικοινωνίας και να μοιραστεί με κάποιον άλλο τη συγκίνηση απ’ ό,τι η ματιά του εντοπίζει.

Η, γεωγραφικά απόλυτα ορισμένη, Άποψη του Ντελφτ και ο, απορροφημένος από το

μακρινό άγνωστο, Γεωγράφος του Βερμέερ, μέσα από τη ματιά ενός καλλιτέχνη που

κατεξοχήν αρκέστηκε σε θέματα ελάχιστης αφήγησης, «στημένα» στο χώρο του εργαστηρίου του, μιλούν για έναν ολόκληρο κόσμο, ενός συγκεκριμένου τόπου και μαζί

όλων των τόπων, σε μιαν ορισμένη χρονική στιγμή, στην οποία κάποιοι διέκριναν την αιωνιότητα.

Ο τόπος μέσα από το χρόνο. Ο χρόνος μέσα από τον τόπο.

Περπατώντας πάνω σε μια διαστρωμάτωση σε βάθος χρόνου.

Η σχέση του σύγχρονου καλλιτέχνη με τον τόπο που ζει.

Πόσο η ατμόσφαιρα μιας πόλης επηρεάζει τις προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων και αντίθετα, με ποιο τρόπο μεμονωμένοι άνθρωποι που αντιστέκονται, μπορούν να αλλάξουν καταστάσεις, που αφορούν όλους;

Πόσο παρηγορητική μπορεί, ή οφείλει, να είναι μια πόλη, για τον μοναχικό περιπατητή.

Το βλέμμα του επισκέπτη-σύγχρονου περιηγητή, που καταγράφει, όχι με ειδυλλιακές ακουαρέλες αλλά με βίντεο και ψηφιακή μηχανή.

Και βέβαια:

Τα έργα διαμόρφωσης, που ανησυχούν και υπαγορεύουν αναπάντητα ερωτήματα.

Η εξαφάνιση των σημείων αναφοράς της πόλης.

Η συλλογική και η προσωπική μνήμη, μετέωρη χωρίς προσδιορισμό του τόπου.

Η προσέγγιση της παράδοσης με τρόπο «παραδοσιακό» κάνοντάς μας γραφικούς,

ενώ, αγνοούμε επιδεικτικά, τη γνώση. που φέρει πάνω της η  επανάληψη.

Η ατομική χρήση του περιβάλλοντος και ο ρόλος της αντιληπτικότητας.

Τα ξερά μπαλκόνια και οι  τραυματικοί ακάλυπτοι χώροι.

Το  βάρβαρο κλάδεμα των δέντρων.

Η  μανία με την πλακόστρωση για να εγκλωβίσουμε τα μυστικά της γης.

Η αντικατάσταση των εμαγιέ πινακίδων με το όνομα του δρόμου από μαρμάρινες

με μαύρο πλαίσιο!

Το φιλόδοξο Δημοτικό μέγαρο μπροστά στο καλύτερο δείγμα σύγχρονης αρχιτεκτονικής της πόλης, το Βυζαντινό Μουσείο του Κυριάκου Κρόκου!

Στο σπίτι του αρχοντοχωριάτη, δεν υπάρχει χώρος για την αμφιβολία, 

τη διακριτικότητα, τη σκέψη για τον άλλο.

Η άποψη ότι «με το φεστιβάλ τραγουδιού θα γίνει γνωστός ο πολιτισμός μας»!

Τι έχει εγγραφεί στη μνήμη των κατοίκων;

Ο Μπεναρόγια, ο Πολκ, ο Λαμπράκης,

ή, ποιοι τραγούδησαν στην πλατεία Αριστοτέλους;

Πόλη των συλλαλητηρίων για το θέμα των Σκοπίων, τον πολιτικό γάμο,

τις ταυτότητες.

Πόλη που καίει βιβλία. Πόλη που δημιουργεί ένα αίσθημα ακύρωσης.

Ο μύθος της «ερωτικής πόλης» και οι μπούρδες των επισκεπτών από την πρωτεύουσα.

Η μυρωδιά γάτων, δυσάρεστη και οικεία συγχρόνως, που βγαίνει από τις εισόδους

των πολυκατοικιών του μεσοπολέμου.

Οι αδέσποτοι σκύλοι  όμορφης «ράτσας». Με συγκεκριμένες διαδρομές, διασχίζουν τους δρόμους από τις διαβάσεις, προπορεύονται με επισημότητα στις πορείες

και τις λιτανείες. Και δεν είναι αδύνατοι. Σημαίνει κάτι αυτό;

Η αισθητική των κατοίκων, η σχέση τους  με τις οπτικές τέχνες.

Το χρυσό βατόμουρο της κακογουστιάς το διεκδικεί ένας απίστευτα μεγάλος αριθμός από ιδιοκτήτες καφετεριών, από ενόχους για το βάψιμο των κτιρίων,  τον αστικό εξοπλισμό,  την πλουμιστή «αρχιτεκτονική», τη διαμόρφωση εσωτερικών χώρων

και από γλωσσοπλάστες, που υπογράφουν ταμπέλες προς άγρα πελατών.

Εξαιρέσεις? Σαφώς.

Λίγες? Σαφέστατα.

Η μουσική αίσθηση των κατοίκων και η απίστευτη ανεκτικότητά τους στο θόρυβο.

Η πόλη φοβάται τη σιωπή, η πόλη φοβάται να δει μέσα της.

Το «βαδί-ζειν επικινδύνως» και η επιθετική οδήγηση.

Η θέση των ειδικών διαδρόμων για τα άτομα με περιορισμένη όραση,

με απίστευτα ζιγκ ζαγκ κάτω από τραπεζάκια και σταθμευμένα αυτοκίνητα.

Γι αυτό και αυτοί  στους οποίους η πολιτεία επιφυλάσσει τόση τρυφερότητα, αποφεύγουν αυτές τις διαδρομές όπως ο διάολος το λιβάνι.

Οι τεράστιες άχαρες καινούργιες εκκλησίες και η διαρκής αντιπαράθεση με την εφορία βυζαντινών αρχαιοτήτων. Ποιος έχει το πάνω χέρι;

Τα νέα κοιμητήρια, ή, το μετά θάνατον βασίλειο του κιτς.

Το  Πανεπιστήμιο και η Φιλοσοφική σχολή κάποτε. Και μετά;

Οι ποιητές της πόλης και η αντίσταση κάποιων μονάδων.

Το αίσθημα της φιλοξενίας και η ξενοφοβία

Ωστόσο, ενδέχεται να λειτουργήσουν παρηγορητικά, το μέγεθος της Θεσσαλονίκης, η αίσθηση της θάλασσας, μια μειοψηφία κατοίκων, και, βέβαια, τα δύο σημεία

που θυμίζουν πόλη, η παλιά παραλία και το παλιό νεκροταφείο, ανάμεσα στα οποία, ευτυχώς, η ζωή κυλάει έντονα.

 

Μια συνάντηση, επομένως, του εικαστικού με το βλέμμα του αρχαιολόγου,

του ιστορικού, του αρχιτέκτονα της θεωρίας ή της πράξης, του ποιητή, του λογοτέχνη, του εικαστικού, αλλά και του ξένου, του άλλου, που περπατά πάνω στο παλίμψηστο, γοητεύεται ή θυμώνει, βλέποντας τη ζωή να αντιστέκεται, τόσο στο χάος όσο και στο σχεδιασμό της, φτύνοντας στο πολυπολιτισμικό παρελθόν της, εξαφανίζοντας

τα σημεία αναφοράς, σβήνοντας τα τελευταία ίχνη μνήμης μέσα στο θόρυβο

και προσβλέποντας αποκλειστικά στο οικονομικό μέλλον της.

Μια απόπειρα να προσδιορισθεί η σύνθεση του “genius loci”, να ενωθούν οι τελείες,

που σχηματίζουν το αντιφατικό, ακαθόριστο αλλά και περιέργως συναρπαστικό προφίλ της Θεσσαλονίκης.

Από αυτές τις συναντήσεις, είναι πολύ πιθανό να προκύψει ένα εικαστικό έργο,

ένα κείμενο, ένας συνομιλητής, μια εταιρεία, ή, απλώς μια αμηχανία,

που θα επιβεβαιώνει ότι οι άνθρωποι σ' αυτή την πόλη έπαψαν να θυμούνται, δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν και δεν ονειρεύονται γιατί κουράστηκαν.

Ούτως ή άλλως, η ιδέα αυτής της συνάντησης υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της αναζήτησης και του προσδιορισμού της αύρας της πόλης, ελπίζοντας ότι, έτσι, ίσως  μπορέσουμε να συμφιλιωθούμε μαζί της.

 

 

Τέτα Μακρή

Οκτώβριος 2008