Ιπποφαές
(Το άλογο του Velasquez - Ηommage στη Ζωγραφική)
Μαδρίτη, Αύγουστος 1651, εργαστήριο του Βελάσκεθ.
Στο πάτωμα, μπροστά στο παράθυρο, δύο κιούπια.
Το ένα, περιέχει μια μυστηριώδη σκόνη, που ο Βελάσκεθ ανακατεύει με το λευκό χρώμα –το μυστικό του.
Το άλλο, τριμμένα ξερά φύλλα από το φυτό ιπποφαές, που χαρίζει λάμψη στο τρίχωμα των αλόγων.
Κάθε μέρα, νωρίς το πρωί, ο αφοσιωμένος Juan de Pareja ταΐζει -με μια καλή δόση από το δεύτερο- το κατάλευκο άτι που ποζάρει για τον κύριό του. Tο σέρνει αργά από το χαλινάρι και το δένει μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του εργαστηρίου, στο μοναδικό δέντρο που φυτρώνει στην πίσω αυλή -ένα σφενδάμι πολλών ετών, αναποφάσιστο και με ασταθή χαρακτήρα, εφόσον τα φύλλα του αλλάζουν χρώμα κάθε τόσο, στη διάρκεια του χρόνου.
Ο Χουάν τακτοποιεί τα πινέλα, τα χρώματα, γεμίζει με νερό το μεταλλικό δοχείο, ισιώνει το καναβάτσο, συγκεντρώνει τα μαλακά κουρέλια στο ξύλινο κουτί.
Ο Diego Rodriguez De Silva y Velaszquez μπαίνει στο ατελιέ του και αρχίζει να δουλεύει μπροστά σε ένα μεγάλο τελάρο 310Χ243 εκ., με μουσαμά που έχει φέρει από το δεύτερο ταξίδι του στην Ιταλία. Το έργο έχει προχωρήσει αρκετά, τουλάχιστο στο τμήμα όπου παριστάνεται το άσπρο άλογο, αυτό, που μασουλάει με άφατη ικανοποίηση το ιπποφαές το οποίο ο Χουάν, μόλις πριν λίγο, του έριξε στο τσουβάλι που κρέμεται στο λαιμό του.
Ο Βελάσκεθ σκοπεύει να του φορτώσει έναν αναβάτη, τον βασιλιά Φίλιππο, τον Δ΄, αλλά δεν του το λέει ακόμη...
Πιστεύει πως αυτό το πορτρέτο θα αρέσει πολύ στον βασιλιά, όχι ότι δεν του άρεσαν τα προηγούμενα, παρ' όλο που δεν τον κολάκευαν και τόσο -πράγμα δύσκολο, εξάλλου- αλλά αυτό, ο Βελάσκεθ το δουλεύει με μεγάλο πάθος, σχεδόν χώνει το κεφάλι του μέσα στο τσουβάλι απ' όπου τρώει το άλογο, καθώς το παρατηρεί, πριν από κάθε πινελιά.
Αυτό, αυτό θα είναι καλύτερο από τα προηγούμενα, έχω δουλέψει πολύ τον τελευταίο καιρό,
έχω ταξιδέψει, έχω δει άλλους τόπους, έχω μιλήσει με καλλιτέχνες, έχω ανταλλάξει απόψεις με λάτρεις της ζωγραφικής και των τεχνών, έχω σκεφτεί, έχω πονέσει, έχω ζήσει.
Αυτό, αυτό θα είναι καλύτερο από όλα.
Έτσι σκέφτεται ο Βελάσκεθ, καθισμένος στη φθαρμένη καρέκλα που τόσο τον βολεύει, όταν σταματάει για λίγο τη δουλειά. Είναι ντυμένος κομψά, πάντα στα μαύρα, χωρίς κανένα στολίδι εκτός από τον λευκό, λεπτό, σχεδόν διάφανο, λινό γιακά και φοράει παπούτσια από δέρμα της Κόρδοβα, ακόμη και όταν εργάζεται -ποτέ παντόφλες, όπως έχει ακούσει για κάποιους ομοτέχνους του.
Είναι Αύγουστος, απομεσήμερο και η χαύνωση ψάχνει κάποιον να παίξει μαζί του.
Ο ήλιος τον αποκοιμίζει, ρίχνοντας στα βλέφαρά του παιχνιδιάρες αχτίδες. Τα όμορφα χέρια του, με τα μακρυά, λεπτά δάχτυλα, ξεκουράζονται, αφημένα στο σκοτεινό φόντο των ρούχων του.
Ο Χουάν τον αφήνει κανένα μισάωρο και μετά, τον ξυπνάει, γιατί αλλιώς, ο λιγομίλητος Βελάσκεθ, θα ξεσπάσει!
Μια μέρα χαμένη! Δεν προλαβαίνω! Οι καλλιτέχνες δεν προλαβαίνουν ποτέ! Ο χρόνος δεν είναι ποτέ αρκετός γι' αυτά που θέλουν να κάνουν!
Ο Βελάσκεθ σηκώνεται φουριόζος, πηγαίνει στο παράθυρο και γεμίζει, από το ένα κιούπι, το βαζάκι που κρατάει στο χέρι, για να το ανακατέψει με το άσπρο χρώμα, ώστε να γίνει περισσότερο αδιαφανές.
Δουλεύει, μέχρι να βραδιάσει -και βραδιάζει αργά, αυτή την εποχή.
Το άλογο, έχει σχεδόν τελειώσει. Σχεδόν!
Αύριο θα αρχίσει να σχεδιάζει τη φιγούρα του βασιλιά, θα παραγγείλει να του φέρουν μια ωραία φορεσιά- μήπως εκείνη που λάμπει σαν χρυσοκίτρινο τοπάζι; Θα τη φορέσουν στην κούκλα που έχουν φτιάξει στις διαστάσεις του Φιλίππου και όταν τελειώσει και τα ρούχα, θα ζωγραφίσει το πρόσωπο.
Βέβαια, μέρος της έκπληξης, θα χαθεί, αλλά πώς να γίνει;
Η φωτογραφία δεν έχει ακόμη εφευρεθεί.
Πρέπει να του ποζάρει ο ίδιος, ο βασιλιάς!
Μετά το δείπνο, ο Βελάσκεθ πέφτει, σχεδόν αμέσως, για ύπνο. Ο ύπνος όμως, δεν έρχεται.
Του συμβαίνει συχνά, τον τελευταίο καιρό.
Στη μέση της νύχτας, καθώς στριφογυρίζει ακόμη στο κρεββάτι του, του φαίνεται πως ένα χλομό φως βγαίνει από το εργαστήριό του, διαπερνάει το σκοτάδι της αυλής και σκαρφαλώνει στο παράθυρο του δωματίου του, όλο περιέργεια.
Φοράει τις παντόφλες του, μια ρόμπα στο χρώμα του κρασιού και κυλάει, σχεδόν, στις σκάλες.
Ανοίγει την πόρτα με προσοχή, μην τρομάξει και φύγει, αυτό, το ανεξήγητο φως.
Αλλά όχι, είναι εκεί, αμετάβλητο και σταθερό, γήινο και ζωγραφισμένο από το χέρι του.
Το σώμα του αλόγου, φεγγοβολάει!
Ο Βελάσκεθ δεν ταράζεται. Οι καλλιτέχνες δεν ταράζονται με ό.τι είναι πέρα από το καθημερινό.
Αυτό ακριβώς ήθελε. Το πέτυχε! Αλλά πώς; Ο μοιραίος ρόλος του τυχαίου;
Αναρωτιέται από ποιο κιούπι γέμισε το βαζάκι για να το ανακατέψει με το χρώμα του.
Δεν είναι καθόλου βέβαιος...
Η υπέροχη αμφιβολία του καλλιτέχνη!
Κοιτάζει με αγάπη το ζωγραφισμένο άλογο που στέκεται εκεί κατάλευκο, αστραφτερό, περήφανο, ωραίο, ευγενές, ελεύθερο.
Πλησιάζει τον πίνακα, περνάει τρυφερά το χέρι του πάνω στη χαίτη του αλόγου.
Δεν θα καθίσω ποτέ, κανέναν αναβάτη στη ράχη σου, του υπόσχεται, ψιθυρίζοντας στα μικρά ρόδινα αυτιά του.
Ύστερα, επιστρέφει στο δωμάτιό του και αποκοιμιέται ήσυχος.
Ο πίνακας, έχει τελειώσει.
Κι αυτός, ο ζωγράφος των ζωγράφων, όπως τον αποκάλεσε ο Manet, είχε τόση ανάγκη από ένα παραμύθι για ν' αποκοιμηθεί...
Buennas noces, αγαπημένε μου Ντιέγο.
Εννέα χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1660 ο Βελάσκεθ θα πέθαινε, έχοντας χαρίσει την ελευθερία στο ζωγραφισμένο λευκό άτι, αλλά και στον Αφρικανό σκλάβο και φίλο του από καιρό, Χουάν ντε Παρέχα.
Τ.Μ. Απρίλιος, 2016
Ιπποφαές (Το άλογο του Velasquez - Ηommage στη Ζωγραφική)
ακρυλικά σε λινό
Hippophae (Le cheval de Vélasquez - Hommage à la peinture)
acrylique sur toile
Hippophae (The Velasquez' horse - Tribute to painting)
acrylic on canvas
2017
200x200 cm.