<< | <  |  >

 

 Victor Erice el sol del membrillo

 

 

 

El sol del membrillo. Ο ήλιος της κυδωνιάς. 

Στα γαλλικά αποδόθηκε, Le songe de la lumière, το όνειρο του φωτός.

Στα ελληνικά, Το δέντρο της ζωής...

Ούτως ή άλλως, η ταινία, που κινείται στα όρια μυθοπλασίας και documentaire, πραγματεύεται τη σχέση της δημιουργίας με το θάνατο.

Ο ζωγράφος Antonio Lopez επιχειρεί να αιχμαλωτίσει το φως, την ώρα του μεσημεριού, πάνω  στα φύλλα και τους καρπούς μιας υπέροχης κυδωνιάς.

Να «παγώσει» την εικόνα, σταματώντας το χρόνο.

Επιστρατεύει όλα τα μέσα για να εφαρμόσει μια τεχνική, που θα του αποδώσει

το μέγιστο, βαρίδια, νήματα, σημάδια στα κυδώνια, σημάδια στο έδαφος  για να στέκεται πάντα στο ίδιο σημείο, μια πλαστική τέντα, που αποδεικνύεται πολύ χρήσιμη,  διότι το εγχείρημα τραβάει σε μάκρος.

Η σκηνή, όπου  η διαφανής  τέντα προστατεύει από τη βροχή το δέντρο και το τελάρο πάνω  στο καβαλέτο, είναι ιδιαίτερα κινηματογραφική.

Οι μέρες διαδέχονται η μια την άλλη και οι εποχές το ίδιο.

Ο καλλιτέχνης, συνοδεύει το δέντρο στην ωρίμανσή του.

Ο  Lopez, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την πιστότητα  στην εικόνα – αφορμή, γεγονός που του στοιχίζει το χαρακτηρισμό  του καλλιτέχνη, που υπηρετεί μια ακαδημαϊκή ζωγραφική, ενώ,  κάποιοι άλλοι, τον κατατάσσουν στους σημαντικούς σύγχρονους ρεαλιστές, που κλείνει ελαφρά το μάτι στο σουρεαλισμό.

Ο Lopez, είναι γνωστός για τους πάρα πολύ αργούς ρυθμούς της δουλειάς του.

Μερικές φορές ένα έργο, τον απασχολεί χρόνια.

Όμως, δεν  χρησιμοποιεί φωτογραφίες, όπως κάνουν πολλοί καλλιτέχνες στην εποχή μας, δηλώνει ότι τον συγκινεί η άμεση οπτική επαφή  με το θέμα του και απολαμβάνει τη μυρωδιά των κυδωνιών πολλές φορές  στη διάρκεια της ταινίας, με συγκρατημένο αισθησιασμό.

Κάθε καλλιτέχνης έχει τους ρυθμούς του , όπως λέει και ο ίδιος.

Ο Λεονάρντο, ήταν αργός, ο Γκόγια, γρήγορος.

Τα γεγονότα στον κόσμο, τρέχουν με γρήγορους ρυθμούς, σε αντίθεση με τους ρυθμούς του ζωγράφου, ο οποίος, όμως, δείχνει να ενδιαφέρεται για ότι συμβαίνει γύρω του, αφού το ραδιόφωνο είναι συνέχεια, δίπλα, ανοιχτό.

Η σχολαστικότητα με την οποία ζωγραφίζει τα κυδώνια, είναι καθηλωτική.

Παρακολουθούμε το ζωγράφο, αιχμαλωτισμένο στη μυστηριώδη παγίδα της οπτικής αναπαράστασης. Θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν τόσο σοβαρό, σχολιάζει ο φίλος του.

Η δυσκολία λοιπόν, βρίσκεται και σ’ αυτό. Ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης, με το συγκεκριμένο μέσο, (ζωγραφική, δεν πρόκειται για φωτογραφία ή video), στο συγκεκριμένο εγχείρημα, δηλ. το πάγωμα της εικόνας, το σταμάτημα του χρόνου.

Όμως το θέμα του, είναι ένα δέντρο με τους καρπούς του. Το δέντρο υπόκειται σε κανόνες. Είναι μέρος ενός κύκλου. Του κύκλου της ζωής.

Ο καιρός των κυδωνιών περνάει. Ωριμάζουν και πέφτουν στο χώμα το ένα μετά το άλλο κι’εκεί σαπίζουν. Είναι πια μια «νεκρή φύση».

Στη συνέχεια, ο ίδιος ο καλλιτέχνης, ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, ποζάρει στη γυναίκα του, για να συνεχίσει ένα πίνακα μετά από  καιρό.

Προηγείται, ένα είδος τελετουργίας. Προβάρει τα ρούχα που θα φορέσει, το σακάκι, τα παπούτσια. Μοιάζει με prova generale του θανάτου.

Το φως χαμηλώνει και το μοντέλο – ζωγράφος,  αποκοιμιέται και βλέπει ένα όνειρο.

Ή μήπως πεθαίνει; Στην τσέπη του έχει το γυάλινο βόλο, που κρατούσε λίγο πριν στο χέρι παρατηρώντας το παιχνίδισμα του φωτός (η γυάλινη σφαίρα της μάγισσας που προλέγει το μέλλον;) Τον παίρνει μαζί του στο σκοτεινό ταξίδι του ύπνου, του θανάτου.

Η εικόνα του, μένει αιχμαλωτισμένη στον καμβά, κάτι σαν ηχώ, ή, σα σκιά.

Ως πότε; Για ένα διάστημα. Για όσο θα ζουν οι άνθρωποι που τον γνώρισαν.

Γιατί και η ανάμνηση ξεθωριάζει κάποια στιγμή και όλα σβήνουν στο πέρασμα του χρόνου, και ίσως αυτό είναι που τρελαίνει τον άνθρωπο περισσότερο ακόμη κι’από την ιδέα του θανάτου. Μετά, αργότερα, θα είναι απλά ένα ζωγραφικό έργο.

Περισσότερο ή λιγότερο καλό με την υπογραφή  αυτού που το έφτιαξε, στο κάτω μέρος, όπως συνηθίζεται.

Έτσι, ο ζωγράφος γίνεται κι’αυτός, με τη σειρά του, μια «νεκρή φύση»

Ο κύκλος τρέχει να προλάβει την αρχή του. 

Αν σκοπός της ζωγραφικής ήταν να αναπαραστήσει μια εικόνα, τότε, δε θα είχε λόγο ύπαρξης στις μέρες μας, αφού η φωτογραφία μπορεί να το κάνει τόσο καλά.

Όμως αυτό δεν είναι στόχος ούτε καν της εικαστικής φωτογραφίας, η οποία έχει συνεργό, το ίδιο της το μέσο.

Η ζωγραφική, (ανεξάρτητα με το πόσο κοντά ή μακριά βρίσκεται στην αφορμή)

είναι κάτι  πέρα από την αναπαράσταση. Είναι η συγκίνηση που προκαλείται από το συνδυασμό ορισμένων στοιχείων, η ατμόσφαιρα, που αυτά δημιουργούν.

Αυτό είναι η ζωγραφική. Αυτό είναι η εικαστική φωτογραφία.

Αυτό, το εικαστικό βίντεο, η εικαστική εγκατάσταση, η οποιασδήποτε μορφής καλλιτεχνική έκφραση. Η τέχνη, είναι συγκίνηση.

Η ουσιαστική τέχνη μιλάει για τον άνθρωπο, μιλάει για τον έρωτα, μιλάει

για το θάνατο. Ο καλλιτέχνης, κι’αυτός όπως όλοι οι άλλοι, προσπαθεί να κατανοήσει

το παράλογο φαινόμενο της ζωής.

Αποφασίζει να μετεγγράψει  αυτή την αγωνία, χρησιμοποιώντας ένα από τα « νόμιμα» μέσα καλλιτεχνικής έκφρασης, ή, υιοθετώντας μια αντίληψη διευρυμένων ορίων της τέχνης.

Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τη δραματική ένταση αυτού του διαβήματος, τη διακύβευση της ποιητικής διαχείρισης του καθημερινού. Η ιστορία όλη, γίνεται για το ίδιο το παιχνίδι. Εκεί η αγωνία, εκεί η μαγεία, εκεί και το ρίσκο.

Ο καλλιτέχνης, παρασύρεται καμιά φορά σε ένα είδος θεοποίησης του εαυτού του.

Γι αυτό, σε περίπτωση αποτυχίας ( εάν το πάρει είδηση βέβαια), ή μη αναγνώρισης,

η απογοήτευση είναι μεγάλη. Μπορεί να οδηγήσει σε αυτοκτονία, σε κατάθλιψη,

σε πικρία.

Και, ενώ με το πρώτο «ξεμπερδεύεις», με την κατάθλιψη «αποσύρεσαι» από το χώρο.

Όσο για την πικρία, αυτή είναι ο μέγας εχθρός του καλλιτέχνη.

Οξειδώνει τα υλικά, όπως έλεγα στους φοιτητές μου!

Όπως καταλαβαίνετε, δε συνιστώ  καμία από τις τρεις « λύσεις»

Διότι δεν πρέπει ξεχνάμε, ότι για το χώρο όπου δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια αλλά μόνο διαφορετικά, η επιβράβευση, ή, η απόρριψη, ενίοτε, μπαίνουν σε εισαγωγικά.

Νομίζω  επίσης, ότι μια μικρή δόση αυτοσαρκασμού, όπως επίσης και αγάπη για την τέχνη και όχι αποκλειστικά γι’ αυτό που φτιάχνουμε εμείς οι ίδιοι, μπορούν να λειτουργήσουν ευεργετικά στον ψυχισμό  μας και όχι μόνο σε περιόδους δυσκολίας. Είναι συνταγή παντός καιρού. 

Πριν από ένα χρόνο  σχεδόν, τον Ιανουάριο του 2008 είδα στο Παρίσι, στο μουσείο Beaubourg,  μια ενδιαφέρουσα έκθεση  με τίτλο,“Victor Erice  - Abbas Kiarostami, correspondences».

Είχαν συναντηθεί στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης το 2004

και πριν απ’αυτό, στο φεστιβάλ της Ταορμίνα.

Από τότε, αρχίζει μια καλλιτεχνική φιλία ανάμεσα στους δύο σκηνοθέτες.

Η γεύση του κερασιού,  του Kiarostami  κερδίζει το χρυσό φοίνικα στις Κάννες, το1997,

ενώ  η ταινία Ο άνεμος θα μας πάρει, το μεγάλο βραβείο της κριτικής επιτροπής στις Κάννες πάλι,το 1999.

O Erice, to 1992, για το El sol del membrillo, το βραβείο κριτικών στις Κάννες και το βραβείο διεθνούς κριτικής στο Σικάγο. Η ταινία είναι μία από τις τρεις μεγάλου μήκους που έχει γυρίσει. Περίπου μία κάθε δέκα χρόνια. Το πνεύμα της κυψέλης το 1973 και Ο νότος το 1983.

Τα κοινά τους στοιχεία, πολλά. Γεννήθηκαν το 1940, με μια εβδομάδα διαφορά, σε χώρες στις οποίες υπήρχε ένα καθεστώς κάθε άλλο παρά δημοκρατικό.  Η Ισπανία του Φράνκο από τη μια, το Ιράν του... Ιράν από την άλλη.

Ο Kiarostami έμαθε τη δουλειά του σκηνοθέτη, γυρίζοντας ταινίες παιδαγωγικού περιεχομένου, στο ινστιτούτο, το οποίο είχε ιδρύσει η γυναίκα του Σάχη.

Ο Erice, από τη μεριά του, λέει. «Εμάς, που γεννηθήκαμε μέσα στη σιωπή, μετά τον εμφύλιο, το σινεμά, μας υιοθέτησε σαν ορφανά, προσφέροντάς μας την παρηγοριά, ότι ανήκουμε στον κόσμο».

Βίωσαν και οι δύο  επομένως τη σημασία της ελευθερίας, έχουν και οι δύο μια εμμονή  στην αινιγματική φύση της παιδικής ηλικίας, διαθέτουν αχαλίνωτη φαντασία, λυρισμό και μια σπάνια ποιητικότητα, έναν ιδιαίτερο στοχασμό για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και κοινή αντίληψη  για τον αφηγηματικό χρόνο. Υπηρετούν  ένα ανοιχτό σενάριο, έναν κινηματογράφο χωρίς τελειώματα, ώστε ο θεατής να βρει τη θέση του και να κάνει τη δική του ανάγνωση.

Έχουν, επίσης, αντιληφθεί ότι η πρακτική του κινηματογράφου πλουτίζεται

με μοναδικό τρόπο από την επαφή με άλλες τέχνες, φωτογραφία, video, εικαστικές τέχνες, ποιητική γραφή.

Στην έκθεση, χαρτογραφείται η εσωτερική τους ενδοχώρα με τα δέκα video της

αλληλογραφίας τους. Ο Erice λέει. «Αγαπητέ Abbas , σήμερα, γύρισα πάλι στον κήπο του σπιτιού του Antonio Lopez Garcia. Ο χώρος, άλλαξε πολύ. Οι τοίχοι του σπιτιού

έγιναν πιο ψηλοί, ενώ,  ο κήπος, έγινε μικρότερος....Και η ζωή συνεχίζεται...»

Το πρώτο γράμμα-ταινία του Erice, τελειώνει μ’ αυτή τη φράση, που είναι ο τίτλος

μιας ταινίας του  Kiarostami.

Εκείνος, του απαντάει ανάλογα, με ένα κυδώνι που παρασύρεται από το ποτάμι.

Καθένας κάνει ένα σχόλιο στη δουλειά του άλλου.

Εκτός από τις ταινίες- γράμματα, στην έκθεση αυτή ο Kiarostami παρουσιάζει  φωτογραφίες, μια μουσειακή εγκατάσταση , το δάσος χωρίς φύλλα, ταινίες μικρού μήκους  και προβολές video στο έδαφος, τις οποίες ο επισκέπτης μπορεί να δει από όλες

τις πλευρές και όχι όπως παρακολουθεί μπροστά σε μια οθόνη.

Ο Erice, παρουσιάζει την ταινία ο ήλιος της κυδωνιάς όπου αντιπαραθέτει το θέμα

της εικαστικής δημιουργίας μ' αυτό της κινηματογραφικής.

Στη διπλανή αίθουσα, εκτίθενται  οι 4 απόπειρες του Lopez, ένα requiem για τους καρπούς της κυδωνιάς.

Επίσης, σε εσοχές του τοίχου, 4 έργα του, με θέμα το αστικό τοπίο.

Η εικόνα ενός δρόμου,  με όλες  τις λεπτομέρειες,  άδειος από  ανθρώπους και αυτοκίνητα, μια ζωγραφική της απουσίας.

Η σιωπή της ζωγραφικής συνυπάρχει με τους ηχογραφημένους θορύβους  μιας κεντρικής λεωφόρου της Μαδρίτης και τον φωτισμό που αλλάζει κάθε τρία με τέσσερα λεπτά περίπου, δίνοντας την εντύπωση ότι η μέρα ξεφτάει και ξανάρχεται.

Έτσι, ο επισκέπτης υποχρεώνεται να αφιερώσει  χρόνο στο ζωγραφικό έργο και να μη το προσπεράσει βιαστικά, όπως το συνηθίζει.

Με το συνδυασμό  αυτών των διαφορετικών μέσων, δημιουργείται  μια αίσθηση συνενοχής, που μόνο ένας μεγάλος σκηνοθέτης θα μπορούσε να συλλάβει.

Αυτός, ο ίδιος σκηνοθέτης, που μας έδωσε την ταινία που παρακολουθήσαμε, στην οποία πραγματεύεται το γοητευτικό αλλά και συγχρόνως οδυνηρό διάβημα της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

 

 

Τ.Μ. Νοέμβριος 2008