<< | <  |  >

 

Pictor (λήξη)

 

 

 

Τα Σάββατα, θα έπρεπε να ήταν επτά για να τα βιώσουμε ως θαύματα, ή, καλύτερα, ως θανάσιμα αμαρτήματα. Όμως, ήταν μόνο τέσσερα. Ας δούμε τι κάναμε μ' αυτό τον αριθμό. Δεν ξέρω αν οι συναντήσεις αυτές στέφθηκαν με επιτυχία. Ξέρω όμως σίγουρα, ότι βάφηκαν με αίμα! Μεταξύ δολοφονιών, μοιραστήκαμε με διαφορετικές ματιές την αγανάκτηση, την κατανόηση, την αποστασιοποίηση, ή τη συμφιλίωση με αυτό τον τόπο, που παραπαίει ανάμεσα στις διορθώσεις του παρελθόντος και τη νοσταλγία του μέλλοντος. Ούτως ή άλλως δεν ήταν μια πρόσκληση υποχρεωτικής συμφιλίωσης, πόσο μάλλον μια πρόσκληση οργής, ήταν ένα νεύμα για διάλογο.Συνέβη; Ελπίζω.

Διάλογος ανάμεσα σε δυο κορίτσια που ποζάρουν για ένα ζωγράφο. -Γιατί οι άνθρωποι κάνουν τους ζωγράφους; -Γιατί υπάρχουν μερικοί που αγοράζουν πίνακες. -Και τι κάνουν οι ζωγράφοι που δεν τους αγοράζει κανείς; -Είναι μια κλίση σαν όλες τις άλλες. Ζωγραφίζουν γιατί αισθάνονται ικανοποίηση.

( Από το ωραίο καλοκαίρι του Τσέζαρε Παβέζε)

Ο λόγος για τον οποίο αποπειράται μια καλλιτεχνική δημιουργία δεν προσδιορίζεται εκ των προτέρων. Ο λόγος δεν είναι  το τελικό αποτέλεσμα, είναι η όλη  διαδικασία, που θα μας οδηγήσει στη διακύβευση. Γι αυτό το ταξίδι γίνεται όλη η φασαρία, γι' αυτή την ελευθερία να γίνουμε κάποιος άλλος για μια στιγμή, για όσο διαρκέσει αυτό το άγγιγμα της ποιητικής διαχείρισης του καθημερινού. Η ποιητική του τέλους υπάρχει σε κάθε δημιουργικό διάβημα. Είναι η ταραχή, που γεννά η γνώση του θανάτου, η συγκίνηση της μιας και μοναδικής φοράς, η απελπισία να κατανοήσουμε το παράλογο φαινόμενο της ζωής. Δεν ξέρω πώς ντύνει ένα έργο τέχνης αυτή η συγκίνηση, είναι όμως, σίγουρα, η αιτία που το προκαλεί. Οι πόλεις, είναι μουσεία με διαρκώς ανανεούμενα εκθέματα, τη ζωή και τη δραστηριότητα των αθρώπων, που περικλείουν. Βεβαίως, αυτά που φαίνονται δεν είναι όλα όσα γίνονται. Η ουσιαστική δημιουργία είναι το ίζημα ενός τόπου, μιας εποχής και είναι κάτι το πολύ βαρύ για να το αντέξει το γυαλί της τηλεόρασης και το illustration χαρτί. Η προβολή ενός έργου (εικαστικού, αρχιτεκτονικού, μουσικού, λογοτεχνικού κ.λ.π., το κάνει ευρύτερα γνωστό, δεν  το κάνει καλύτερο. Η καταγεγραμμένη ιστορία του πολιτισμού, βρίθει παραδειγμάτων  δημιουργών που αγνοήθηκαν και άλλων που υπερεκτιμήθηκαν. Οι πόλεις οφείλουν να απορροφούν και να διαφυλάττουν και ίσως αυτή η πόλη, που προσφέρει σίγουρες συνταγές μελαγχολίας, δεν είναι ότι χειρότερο. Δεν αναφέρομαι  σε καταστάσεις σαν αυτές  των ρομαντικών  του 19ου, (είναι γνωστή η περίπτωση του Λαμαρτίνου, που ισχυρίζονταν ότι εμπνεύστηκε τη λίμνη, μια νύχτα με καταιγίδα και μετά το θάνατό του βρέθηκαν ένα σωρό σημειώσεις που προηγήθηκαν της τελικής μορφής) αλλά, αναφέρομαι σε μιαν αύρα, που μπορεί ενδεχομένως να υπαγορεύσει την ανάγκη να αφεθούμε στη συναρπαστική αλλά και οδυνηρή περιπέτεια της δημιουργίας. Ο αριθμός των λογοτεχνών και των ποιητών της πόλης, το επιβεβαιώνει. Δεν έχει κάτι μαγικό αυτή η ιστορία; Las incantadas, οι μαγεμένες, ήταν κάποτε εδώ.

Στα 1864, ο Γάλλος μελετητής και παλαιογράφος Emmanuel Miller, φόρτωσε, στο πλοίο «La Truite», η πέστροφα,  8  αγάλματα, που είχαν χρησιμοποιηθεί στο χτίσιμο του, ταπεινού κατά τα άλλα, σπιτιού ενός Εβραίου  και τα έστειλε  στο Ναπολέοντα Γ!, προλαβαίνοντας τους Άγγλους που τα ήθελαν και αυτοί, γητεμένοι από την ομορφιά τους. Τα αγάλματα αυτά, τέλος 2ου αρχές 3ου αιώνα, προέρχονταν από τη στοά των ειδώλων, στην Ρωμαϊκή  αγορά. Την ίδια εποχή ο Miller έστειλε στη Γαλλία και κάποια αγάλματα από τη Θάσο. Ούτε η μια ούτε η άλλη αποστολή συνοδεύονταν από οδηγίες για τη συναρμολόγηση, με αποτέλεσμα τα κομμάτια να μπερδευτούν ελαφρά! Βρίσκονται στο Λούβρο και δεν εκτίθενται μόνιμα. Ας σημειωθεί ότι οι γενίτσαροι τα πυροβολούσαν για διασκέδαση και ο ιδιοκτήτης πουλούσε κομματάκια  απ' αυτά στους ταξιδιώτες. Έχω την άδεια  του νεαρού αρχιτέκτονα Χάρη Χειζάνογλου να παραφράσω μια πρότασή του και να τη χρησιμοποιήσω για τη  Θεσσαλονίκη «Αυτή την πόλη δε την αγαπάς, δε τη μισείς, αυτή την πόλη την παθαίνεις!» Και μια και το έριξα στα δάνεια, θα κλείσω μ’ αυτό που λέει ένας ποιητής: «Μια μέρα, θα πεθάνουμε σ’ αυτή την πόλη, απ’ τους θορύβους τους πολλούς, το λιγοστό της ομορφιάς της, αγαπώντας την μέτρια, τη Θεσσαλονίκη».

 

 

Τέτα Μακρή, Οκτώβριος 2008