<< | <  |  >

Με τάραζε δυσάρεστα, παιδί, μια ανατύπωση του μαθήματος ανατομίας του Ρέμπραντ στον τοίχο του γραφείου του πατέρα.

Τότε δεν ήξερα ότι ο Aris Kindt του οποίου το σώμα, γυμνό, βαμμένο με το χρώμα του θανάτου, βρίσκεται στο έλεος των μαυροφορεμένων επιστημόνων με τα εντυπωσιακά λευκά κολάρα, εκτελέστηκε στο Άμστερνταμ το 1632 για ένοπλη ληστεία μετά φόνου, που διέπραξε  προσπαθώντας να αποκτήσει το παλτό ενός αστού.

Μου δημιουργούσε επίσης απορία το ότι οι περισσότεροι από τους γιατρούς δεν έδειχναν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα γι' αυτό που συνέβαινε μπροστά στα μάτια τους. Κοίταζαν αλλού.

Τον μοναχικό χορό των βλεμμάτων που δεν κατευθύνονται σ' ένα κοινό σημείο, που δεν διασταυρώνονται, την απουσία επικοινωνίας, τα είδα αργότερα, πολύ αργότερα.

Την απελπισία της απόλυτης μοναξιάς μπροστά στο τέλος.

Αυτήν, που δεν μοιράζεσαι με κανέναν.

Το βλέμμα βρίσκει λόγια να μιλήσει μέσα στη σιωπή, να μιλήσει για όσα ο λόγος αποφεύγει.

Θα συναντηθούν ποτέ τα βλέμματα;

Αυτό, είναι κάτι πολύ σοβαρό για να το αφήσουμε στην τύχη, στο μυστήριο και στη μαγεία.

Ο γιατρός, o Nicolaes Tulp κοιτάζει ίσια μπροστά, στα αριστερά του ένα ανοιχτό βιβλίο ανατομίας, De humani corporis fabrica  τού Andreas Vesalius απ' όπου ο ζωγράφος αντιγράφει τους μυς ενός χεριού.

Είναι καμπτήρες ή εκτείνοντες αυτοί οι μύες; Είναι οι δεξιοί καμπτήρες για την ακρίβεια,  σχεδιασμένοι στο αριστερό χέρι, το οποίο είναι και μακρύτερο από το άλλο.

Φαίνεται λίγο περίεργο, κάτι σαν να έχει δύο δεξιά χέρια, αυτός, ο Άρις Κιντ.

Τέσσερα “λάθη” καταλογίζουν στον ζωγράφο, μετά την αναπαράσταση της όλης σκηνής στο Ανατομείο του Πανεπιστημίου του Groningen, το 2006.

Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι ο Ρέμπραντ δηλώνει μ' αυτό τον τρόπο πως η πιστότητα στην αφορμή δεν είναι και τόσο σημαντική.

Οι επόμενοι αιώνες συμφώνησαν - γενικά.

Μερικοί από τους γιατρούς δείχνουν περαστικοί, είναι μια σκηνή με κίνηση.

Ο ένας -ιδανικός αυτόχειρας-; δείχνει να μαγνητίζεται από τη λαβίδα που κρατά ο Νίκολάες Τουλπ.

Οι άλλοι κοιτάζουν έντονα και ανήσυχα, σαν να περιμένουν, να αναζητούν κάτι.

Ίσως αυτό, που ο Λεβί Στρος ονομάζει metier perdu. Το μετιέ, η τεχνική της ζωγραφικής, αλλά μαζί μ΄αυτή και το βιωμένο, η εμπειρία, η ουσία, η βαθύτερη σύστασή της.

Και το έργο; Πού είναι το έργο;

Μια σκοτεινή νύχτα με βροχή, προχωρημένο φθινόπωρο, όταν ο φόβος της φθοράς και του αδιάλειπτα επαναλαμβανόμενου κύκλου της φύσης μάς υπαγορεύει τις πιο παράξενες ιδέες, έκλεψα το σώμα του ληστή από τον πίνακα του Ρέμπραντ και το έκρυψα εκεί όπου ποτέ, μα ποτέ δεν θα το βρει κανείς. Στο βασίλειο της απόλυτης λήθης.

Το σκέπασα με παρτιτούρες, επιστολές, λογοτεχνικά κείμενα, φωτογραφίες, σχέδια ζωής, αζήτητα έργα τέχνης, ανομολόγητους έρωτες, ιστορίες συνωμοσίας για δολοφονίες που δεν διαπράχθηκαν, ταξίδια που δεν πραγματοποιήθηκαν, εξαφανισμένα πλοία, θαμμένους θησαυρούς.

Ύστερα, αργά και προσεχτικά, μετέφερα την υπέροχη Ολυμπία, και την εναπόθεσα τελετουργικά στα χρυσαφιά στρωσίδια, στην κενή θέση, στην ίδια ακριβώς νωχελική στάση που έχει στον πίνακα του Μανέ, με το κεφάλι και το βλέμμα στραμμένο στον θεατή.

Το έργο του Ρέμπραντ υποδέχεται το έργο του Μανέ. Αυτή, είναι μια μακρόχρονη σχέση.

Το 1856 ο Μανέ,  είκοσι τεσσάρων ετών, πηγαίνει στη Χάγη και  ζωγραφίζει μια μικρή ελαιογραφία, αντιγράφοντας 224 χρόνια μετά, το μάθημα ανατομίας, όπως έκαμνε συχνά με τα έργα των παλιών δασκάλων.

Η αλήθεια είναι ότι ταλαντεύτηκα αρκετά ανάμεσα στην Ολυμπία, του Μανέ και την Αφροδίτη του Ουρμπίνο, του Τιτσιάνο. Με διαφορά ηλικίας 325 χρόνια, τα δυο αυτά κορίτσια μοιάζουν πολύ.

Ποτέ δεν θέλησαν να το κρύψουν. Ίδια στάση, κουρτίνα στα αριστερά, ένα άλλο πρόσωπο στο δεύτερο επίπεδο, χώρισμα του πίνακα -λίγο έκκεντρα- σε δύο μέρη, ένας σκύλος στη μία εικόνα, σύμβολο αφοσίωσης, μία γάτα στην άλλη, σύμβολο ανεξαρτησίας.

Γυμνές και οι δύο, κοιτάζουν αυτόν που τις κοιτάζει. Τον παγιδεύουν, σαν φωτογραφική μηχανή.

Το κορίτσι του Μανέ έχει απαλλαγεί εντελώς από τα ρούχα και την υποκρισία.

Το άλλο, του Τιτσιάνο, καλύπτεται από τον προστατευτικό πέπλο της μυθολογίας.

Κατέληξα λοιπόν στην Ολυμπία. Θεώρησα πως είχα περισσότερες ελπίδες να  προσέξουν την αλλαγή οι βοηθοί χειρουργοί.

Σηκώθηκα πολλές φορές μέσα στη νύχτα να δω αν το βλέμμα τους είχε μετακινηθεί, αν είχαν ξαφνιαστεί με την αντικατάσταση.

Τίποτε απολύτως. Η ακτίνα της ματιάς τους εξακολουθούσε να διαθλάται έξω από το τελάρο μόλις άγγιζε τη θέση, όπου λίγο πριν, υπήρχε το σώμα του νεκρού ληστή.

Μα δείτε επιτέλους τι σας έφερα.

Ένα έργο ζωγραφικής!

Ξεχάστε την ασχήμια, την αρρώστια και το θάνατο και αφήστε το βλέμμα σας να λικνιστεί πάνω στο σώμα αυτής της γυναίκας.

Μια γυναίκα φτιαγμένη από ρόδινο χρώμα, όμορφη, βέβαιη, ελεύθερη.

Η Ολυμπία νοσταλγεί τη σιωπή ανάμεσα σ' αυτήν και τον ζωγράφο, όταν πόζαρε για το έργο.

Ο ζωγράφος δεν βρίσκεται πλέον απέναντί της.

Η εικόνα της όμως παραμένει όπως την κατέγραψε εκείνος, γοητευμένος από το σχήμα της,  αδιαφορώντας για το ίδιο το πρόσωπο.

Η Ολυμπία απορροφά το βλέμμα του ζωγράφου όπως, το αγόρι με τα μάτια-καθρέφτης του Πενόνε, απορροφά την εικόνα του κόσμου.

Στη συνέχεια γίνεται αυτή, ο παρατηρητής. Κάτι σαν ηχώ, ή σαν σκιά, το ίχνος της συνέχειας που συντηρεί τη μνήμη και νικά το φόβο του θανάτου.

Η Ολυμπία. Η κάθε Ολυμπία.

Τέτα Μακρή, Σεπτέμβριος 2014

 

                                                        

 

 

 

Ολυμπία