Η νοσταλγία και η υποταγή ή Πώς η Τέτα Μακρή διασχίζει τις μεταμορφώσεις της
Φτιάχνει έναν μικρό κύκλο
Έναν μικρότερο
Έναν ακόμη πιο μικρό
Ούτε μια φορά από τότε
δε θα’ ναι εκεί ν’ ακούσει.
Τι; είπε
πριν προχωρήσει στο ποτάμι¹.
Πίσω απ΄ τα φύλλα του νερού, μια γυναίκα αριθμεί τα λιβάδια. Κρυφομιλά στις σταγόνες, σβήνει τα ίχνη των ηλικιών, αναστρέφει το είδωλό της που αιωρείται καθώς καθρεφτίζεται στο βυθό μιας εξωφρενικής αοριστίας. Η ασάφεια της διαδρομής –από τον ουρανό στα νερά μέσω χώματος-, διασώζει την αλήθεια του μύθου που υφαίνει με υγρές παλάμες, όχι για να τον τυλιχτεί, μα για να τον στρώσει. Οι χειρονομίες της έχουν το βάρος των μαντικών νευμάτων. Πράγματι: το μέλλον εμφανίζεται ως μια σειρά οξύτονων εικόνων που δεν παριστάνουν, αλλά εννοούν. Αποκαλύπτεται το πορτραίτο μιας αναζήτησης. Μοιράζονται τα δώρα. Οι παρηγοριές του τέλους. Οι οιωνοί της απουσίας:
Εσύ πάρε το χρυσόχαρτο και το αγιόφυλλο
Εσύ πάρε τον μελανόφυλλο, κι εγώ θα πάρω λίγον
Αυτό το λεν λουλούδι της Κυριακής.
Λουλούδι του Αι-Γιώργη
που το λεν και σκουλαρίκι γύφτισσας. Να το φοράς
τις Κυριακές να ξεχωρίζεις!²
Επιθυμώντας να διαχειριστεί το απόθεμα της θηλυκής της μνήμης και να ακινητοποιήσει τον σφυγμό της προσωπικής και καλλιτεχνικής της διαδρομής, "παγώνοντας" τις στιγμές (ή τα χρόνια) της ταύτισης του εσωτερικού της ρυθμού με τον ρυθμό του Κόσμου, η Τέτα Μακρή συνθέτει στην παρούσα εικαστική της κατάθεση μιαν ελεγεία σε επτά τόνους, που εκκινεί από την άγουρη ανήλικη αιώρηση, περνά στη μεστή, αν και αβέβαιη θέση της πρώτης και της δεύτερης νεότητας και, καταλήγει στη λαξεμένη σε αναρίθμητα λόγια παύση/σιωπή, για να αναχωρήσει και πάλι, σ’ έναν υποθετικό όγδοο ή εκατοστό πίνακα, προς την κατεύθυνση της γενέθλιας υγρής εσοχής όπου το σώμα ανεμίζει άδειο, αντηχώντας ρυθμικά, προγονικά και μελλοντικά βάρη.
Τον βόμβο μιας παιδικής, άεργης στάσης,Το παιχνίδι, διαδέχεται ο ψίθυρος της αναμονής μιας επαπειλούμενης έξαρσης,Το όνειρο ή η Ολυμπία των Αγρών. Στον Ερωτα, η απειλή πραγματοποιείται. Η Μοναδική Ύπαρξη σκορπίζεται κι από τα διαλυμένα της τοπία σχηματίζεται η γεωγραφία του Ζευγαριού: καθώς το κορίτσι είναι ξαπλωμένο (αδημονώντας; αρνούμενο να πιστέψει; ποθώντας να συντονιστεί αλλά υποψιασμένο για το αδύνατον της ένωσης;) και το αγόρι στέκει μισογερμένο πάνω του (επιθετικό μα ακόμη αναποφάσιστο), οι καταπράσινες ηλικίες του φόντου θροΐζουν ανυπόμονα, υποδεχόμενες την γκρίζα Σκιά του αεροπλάνου που μεταφέρει θαρρείς την ίδια του την πτώση, την πρόσκρουση του σε μιαν αφύλακτη περιοχή όπου αισθήματα και αισθήσεις -ότι η Ολυμπία των Αγρών ονειρεύτηκε- μετακινούνται βίαια, ανυπεράσπιστα και ματιασμένα, προς την έρημη χώρα μιας μοναξιάς… Η Απόσταση του πέμπτου πίνακα υπονοεί (ή διασκεδάζει) την αποφυγή της πρόσκρουσης, σημαίνει όμως και τη διάψευση της εκπλήρωσης μιας προσδοκώμενης αναστάτωσης. Εποχή των τριγμών, των πρώτων συστάσεων με την ήττα, των αδρανών χαδιών που κρύβονται στις γκρίζες πτυχές ενός βλοσυρού ουρανού.
Ο ουρανός μαζεύει χάδια -τα χάδια γίνονται βροχή. Μετά τον κατακλυσμό, η συννεφιά υποχωρεί. Επανέρχεται η γαλήνη. Εντός της αναπαύεται οριστικά το σώμα, έχοντας μόλις ελευθερωθεί από τις πέτρες όποιας γέφυρας το εμποδίζει να γευτεί την ηδύτητα των νερών, ανίκανο να περιθάλψει την ανάσα του, μηδέποτε προορισμένο να αναρρώσει από τον βαρύ κλονισμό της προδοσίας. Γυμνή από όλες τις ηλικίες, τις βεβαιότητες και τις αντιστάσεις, χωρίς κουπιά, χωρίς φορτίο, χωρίς σώμα εν τέλει, η Ύπαρξη καταβυθίζεται στο αναπόδραστο μπλε, δείκτη και όριο μιας χρωματικής υπεροψίας που αγκαλιάζει και την πιο κρυφή στεριά του βίου της. Πρόκειται για ανά-παυση ή ανα-βάπτιση; Το νερό που περιβάλλει την ακίνητη γυναίκα, είναι μιας θάλασσας, μιας κοίτης χειμάρρου, μιας πηγής, ενός λουτρού ή μιας κολυμπήθρας; Και η γυναίκα; Ποια είναι η γυναίκα, της οποίας η παραφορά αναλύεται στα επεισόδια της ζωγραφικής της Τέτας Μακρή;
Στην περιοχή των παραπάνω ερωτήσεων, τα χέρια της ζωγράφου περιπλανώνται, σχηματίζουν, χρωματίζουν, αλλοιώνουν, παγιδεύουν και παγιδεύονται. Ξετυλίγεται το νήμα των υποθέσεων. Η Ολυμπία των Αγρών δανείζει τη ρέμβη της στην τσεχωφική Νίνα της έρημης λίμνης, η δεύτερη, με τη σειρά της, προχωρά με τον βαρύ βηματισμό της κατεστραμμένης από την ομορφιά Ελένης, για να συναντήσει στα νερά τη σαιξπηρική Οφηλία. Μεταμορφώσεις ενός προσώπου που αποχαιρετά τους λειμώνες και υποκλίνεται στο βυθό.
Η Τέτα Μακρή αποκρυπτογραφεί τις εποχές του γυναικείου πένθους, εκδικείται το "ελάχιστο" των Ερώτων, συμμαχεί με τον κυκλοθυμικό ουρανό της ύστερης νεότητας που υπόσχεται καινούριες αστραπές νοσταλγίας, αντιδικεί με τη στεριά και καταφεύγει στο υγρό στοιχείο, επικαλούμενη την επιείκειά του. Αγγίζει το τελάρο και απομακρύνεται. Σε κάθε μία από τις επτά σκηνές της αγωνίας της, αντιστοιχεί και μία κρύπτη: εκεί φυλάσσεται η επιθυμία του αγγίγματος μαζί και η απόφαση της αποτύπωσής της .
Στο κέντρο των αυστηρά τετράγωνων επιφανειών, αναπτύσσεται ο υπαινιγμός ενός νοητού κύκλου που ανοίγει και κλείνει ρυθμικά, δεσμεύοντας κάθε φορά στην περιφέρειά του και ένα καινούριο εύρημα-κτέρισμα-σύμβολο και απελευθερώνοντάς το την ίδια στιγμή, ώστε να διατρέξει υγραίνοντας όλη την έκταση του τελάρου, προετοιμάζοντας τη μεταμόρφωση του σε λιβάδι.
Η νοσταλγία ενός χλοερού τόπου, ενός τόπου μόνιμου έαρος πιασμένου στα δίχτυα μιας ανεξάντλητης ηλιοφάνειας, τυλίγει σαν αιθέρια γάζα τους πίνακες της Τέτας Μακρή, καθιστώντας το θέμα τους (τις διαδοχικές φάσεις της αθωότητας από το πρώτο φανέρωμα έως την ολική της έκλειψη) απρόσιτο στο τυχαίο βλέμμα.
Θα πρέπει κανείς, παραμερίζοντας αλλά όχι διαρρηγνύοντας αυτή τη γάζα -που είναι, άλλωστε, ελαστική σαν το Χρόνο-, να προσηλωθεί στα έργα, για να διακρίνει στην άφεγγη δροσιά τους την αντανάκλαση μιας αστραπής με τα χαρακτηριστικά της προσδοκίας, του πόθου, του ονείρου.
Η Τέτα Μακρή προσδοκά, ποθεί, ονειρεύεται έναν Σπάνιο Τόπο – Ταμείο αδαπάνητων συγκινήσεων. Προσέρχεται έως εκεί αποφασισμένη. Διαταράσσει ισορροπίες, βεβηλώνει πίστεις, λύνει κόμπους. Γνέθει τη νοσταλγία της, χρωματίζει τους οιωνούς του δρόμου της, εκτρέπει τις λεπτομέρειες προς την κοίτη μιας κεφαλαιώδους υπαρξιακής αναφοράς. Παρακάμπτει τη γνώση του αισθήματος, διολισθαίνει προς το αίσθημα της γνώσης. Από μια άποψη, ζωγραφίζει αυτό ακριβώς το αίσθημα: την αβάσταχτη ελαφρότητά του, τη σιωπηλή του ορμή, τη συνεχή του μετατόπιση προς το λευκό της άγνοιας.
Στις επτά εκτιθέμενες εικόνες, καθετί έχει τη σημασία του και, πρώτ’ απ’ όλα η διαδοχή τους: η Ολυμπία φορά ένα εμπριμέ φόρεμα, κι έτσι, ντυμένη τους αγρούς, επιπλέει προς την επόμενη δίνη. Η μικρή του Παιχνιδιού φαίνεται να στέκει μετέωρη, τα παπουτσάκια της όμως, προδίδουν την προετοιμασία να περπατήσει προφυλαγμένη από τις παγίδες του χώματος. Το αεροπλάνο διστάζει ανάμεσα στο επίγειο είδωλό του και την επουράνια δόξα της πτήσης του. Οι επίμονες, κατακτητικές σταγόνες της βροχής (θρόμβοι μιας τροπικής γεωγραφίας ή ενός μεσογειακού ξεσπάσματος;) αναγγέλλουν τη βλάστηση -αποθέωση της φύσης- και τον πνιγμό -απόρριψη του τοπίου. Η ύπτια στάση της γυναίκας στα νερά (το βλέμμα στραμμένο προς τον ουρανό, τα πόδια ελαφρώς ανοιγμένα σαν προεισαγωγή μιας ερωτικής συνομιλίας, τα χέρια απλωμένα σαν αγκαλιά) ολοκληρώνει την επτάτονη ζωγραφική συμφωνία της δημιουργού, περνώντας μ’ αυτόν τον τρόπο από τη γήινη υπόκρουση της νοσταλγίας στο υγρό κρεσέντο των ξεθωριασμένων σφυγμών.
Η τέχνη, μοιάζει να ψιθυρίζει η Τέτα Μακρή, είναι μία προεγγραφή στον μακρύ κατάλογο της αθανασίας. Δεν εννοεί βέβαια την ύστερη φήμη, ούτε το παρατεταμένο χειροκρότημα μπροστά στο αποτέλεσμα της χειρονομίας του καλλιτέχνη, αλλά την αέναη αναχώρησή του από τον δοσμένο Χρόνο σ’ έναν άλλο, η υποψία του οποίου (και η απόπειρα να παρασταθεί αυτή στο τελάρο) μαρτυρεί την ίδια του την ύπαρξη.
Είναι μια ακριβή στιγμή της ζωγράφου η παρούσα. Όχι μόνο γιατί οι συνθέσεις της ολοκληρώνουν προ -και μετά- ζωγραφικές αγωνίες, αφορώντας έτσι πολύ πέραν της αισθητικής τους αρτιότητας ούτε γιατί σ’ αυτές μοιάζει ν’ αθροίζεται σημείο προς σημείο η γραμμή του εικαστικού της ορίζοντα. Το ιδιαίτερο ειδικό βάρος τους, οι πίνακες της Τέτας Μακρή το αποκτούν από την ένταση, με την οποία η καλλιτέχνης εκθέτει τα συμπεράσματα μιας προσωπικής κατάδυσης. Σ’ αυτήν την αθόρυβη, πλην όμως εκκωφαντικά δραστική άσκηση αυτογνωσίας, σ’ αυτόν τον διάλογο της δημιουργού με τα έσω βάρη της, που μεταφράζεται σε πυκνές χρωματικές αποστροφές-εικόνες, το βλέμμα του θεατή αφουγκράζεται κάτι από το δικό του ρίγος. Η αποκατάσταση μιας τέτοιας συνένοχης σχέσης παρηγορεί και, ίσως, ανακουφίζει από την πικρή διαπίστωση του Λίγου της Χαράς που διατρέχει τους επτά πίνακες σαν έξαλλη βροχή στη μέση του καλοκαιριού της αμεριμνησίας.
Κι αφού η αμεριμνησία δεν είναι πλέον αίτημα αλλά ακύρωση της μνήμης του παρόντος, αφού η βροχή της κάθε ηλικίας δεν κρατάει παρά δευτερόλεπτα, αφήνοντας πίσω της (πάνω στο σώμα) τη μυρωδιά του χώματος, αυτό το Λίγο της Χαράς που μας ανήκει, πώς αλλιώς να το κρατήσει μια ζωγράφος παρά γυμνό (σ’ ένα τελάρο) και βαρύ (κάτω απ’ το νέρο);
Θάλεια Στεφανίδου, ιστορικός της τέχνης
Ιούλιος 1999
¹ Μαρία Λαϊνά, "Δικό της", 1985
² Σαίξπηρ "ΑΜΛΕΤ" - πράξη τέταρτη – σκηνή πέμπτη, λόγια της Οφηλίας
(Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς – Κέδρος, 1998)