<< | <  |  >

Πίστευα πως οι εξαφανίσεις των ηρώων, που εμφανίζονται συστηματικά στα βιβλία που διαβάζω τελευταία, θα σταματούσαν κάποτε και μαζί μ' αυτές και οι συμπτώσεις.

Αλλά όχι. Η λογοτεχνία παίζει μαζί μου και με παρασύρει σε νέες περιπέτειες.

Στο Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα τού Πασκάλ Μερσιέ, ανακαλύπτω ότι ο ήρωας, ο Γκρεγκόριους, εξαφανίζεται όπως ο Δρ Πασαβέντο τού Ενρίκε Βίλα-Μάτας, ο οποίος προσπάθησε να φτάσει στο απόλυτο τίποτα, ακολουθώντας το ίνδαλμά του, τον συγγραφέα Ρόμπερτ Βάλζερ.

Ανακαλύπτω επίσης, ότι ο Γκρεγκόριους δεν πήρε είδηση για το τι έγινε στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, προστατευμένος στην ουδέτερη Ελβετία, όπως ακριβώς και ο Ζέμπαλντ, που ζει σχεδόν μαζί μου εδώ και τρία χρόνια και που γεννήθηκε στο τέλος του πολέμου στη νότια Γερμανία, όπου κανένας δεν μιλούσε γι' αυτό που είχε προηγηθεί.

Ο Γκρεγκόριους εξαφανίστηκε από τη Βέρνη μια μέρα με χιόνι.

Ο Ζέμπαλντ και ο Βάλζερ πέθαναν και οι δύο μια μέρα με χιόνι, το Δεκέμβριο μιας διαφορετικής χρονιάς.

Ο γιατρός Δοξιάδης, ένα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος του Μερσιέ, κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη.

Η περιγραφή της Αντριάνας, της αδερφής τού Γκρεγκόριους, μου θυμίζει τη μάνα τού Γουίσλερ, έχω κάνει ένα έργο-σχόλιο σ' αυτόν τον σπουδαίο πίνακα, όπου μόνο οι διάτρητες λευκές πινελιές στο κάλυμμα του κεφαλιού και στις μανσέτες, διακόπτουν την ατελείωτη γκρίζα αναμονή.

Αισθάνομαι το κάλεσμα της Λισαβόνας. Την άνοιξη, ναι, την άνοιξη, το συμφωνώ μαζί της.

Ο Γκρεγκόριους έφτασε ως εδώ, γοητευμένος από τον ήχο της γλώσσας, που μιλούσε η γυναίκα. “Portuguès” όπως τον πληροφόρησε, προφέροντας το ο σαν ου, το ανοιχτό, αλλόκοτα σύντομο ε και το μαλακό, παχύ σ στο τέλος. Η γυναίκα, που ήταν έτοιμη να πέσει στο ποτάμι κι εκείνος τη σταμάτησε. Έφτασα κι εγώ ως εδώ κι ακόμη παραπέρα ως τον ωκεανό.

Ο ωκεανός ασκεί πάνω μου μια παράξενη γοητεία, κάτι ανάμεσα στο σοκ της γέννησης και του θανάτου όπως τα φανταζόμαστε, έχοντας ξεχάσει το πρώτο, μη έχοντας ζήσει το δεύτερο.

Εδώ, τελειώνει η Ευρώπη, αυτή η πυκνή ήπειρος με τη θαυμαστή περιπέτεια των ιδεών και των τεχνών, που δεν μαθαίνει από τα λάθη της.

Τα azulejos, είναι το όριό της. Γαλάζια στην πλειονότητά τους, ανόμοια μεταξύ τους, σκαρφαλωμένα στις προσόψεις των σπιτιών καταργούν τα όρια του ωκεανού καθώς το χρώμα τους ενώνεται με το δικό του.

Είναι τα χέρια του, που αρπάζονται από τους τελευταίους τοίχους της Ευρώπης.

Στο Αιγαίο, γνωρίζουμε τον γείτονα, τον κάτοικο της απέναντι ακτής. Στη Μεσόγειο, τον μαντεύουμε. Στον Ωκεανό, τον αγνοούμε. Είναι το άγνωστο, το τέλος, ή η αρχή του νέου, ο χαμός, ή η γη της υπόσχεσης, είναι όλα, όσα επιθυμούμε και μαζί η διάψευσή τους.

Στραφταλίζει κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο, το ατελείωτο, απέραντο, γαλάζιο.

Η τετράγωνη αιωνιότητα του Βάλζερ απώλεσε τις πλευρές της.

Να χαθώ μέσα σ' αυτό, στο μπλε τού Μονορί, στη γαλάζια περίοδο του Πικάσο, στο γαλάζιο βάζο τού Ματίς, στα σχέδια με μπλε κραγιόνι στους τοίχους του σπιτιού μου, στους ήχους της γαλάζιας ραψωδίας (μελαγχολική, μάλλον, αλλά βολεύει η ατυχής μετάφραση) να ξαπλώσω σε μια βάρκα με λουλούδια, φορώντας ένα θαλασσί φόρεμα και να ανοιχτώ στον ωκεανό.

Ίσως να είναι τώρα, μια καλή στιγμή να σταματήσω το παράξενο φαινόμενο της ζωής, τώρα, που μοιάζει με άνεμο θαλασσινό, με άγγιγμα αερικού, με χνούδι πεταλούδας, με τοίχο που διαλύεται στο πλησίασμα του χεριού μου, με άμμο που γλιστράει μέσα από τα δάχτυλα, με φως που τρέχει να κρυφτεί στις σκοτίες του κόσμου. Της ζωής μου, που ήθελα να τη διασχίσω χορεύοντας, αλλά τελικά, την περπάτησα με ρυθμούς απελπιστικά αργούς και κατά καιρούς, με βιαστικά άτσαλα βήματα. Να γλιτώσω από την απουσία ομορφιάς που υπόσχεται, σχεδόν, κάθε τέλος.

Το σκέφτομαι με κλειστά μάτια, η ιδέα της εξαφάνισης, με ελκύει επικίνδυνα.

Επικίνδυνα, για ποιον; Οι άλλες αισθήσεις διαφωνούν.

Ο ήλιος μού θερμαίνει το πρόσωπο, η μυρωδιά του αλμυρού νερού αστειεύεται με τη μύτη μου και το βουητό του ωκεανού χαϊδεύει τ' αυτιά μου. Οι χυμοί της ζωής με κατακλύζουν, σκέφτομαι με ηδονή ένα ποτήρι πόρτο.

Το απόγευμα επέστρεψα στην ίδια θέση, με μια αγκαλιά γαλάζια γιασεμιά, δύο αζουλέιζους, που αγόρασα από το παλαιοπωλείο και τη μικροσκοπική σχεδία που κατασκεύασα με μανία το μεσημέρι, στον κήπο του ξενοδοχείου. Ακούμπησα πάνω της, προσεχτικά, τα ευαίσθητα λουλούδια και το ένα από τα δύο πλακάκια. Την έσπρωξα ελαφρά  πάνω στο νερό, στην αρχή δίστασε, ύστερα λικνίστηκε κι άρχισε να απομακρύνεται αργά αργά από την ακτή, ξεκομμένη από μένα, αντιμέτωπη με το τυχαίο. Σε λίγο δεν ξεχώριζα τίποτε.

Άρχισα να κλαίω, να κλαίω δυνατά γι' αυτούς που χάνονται, ενώ έχουν ακόμη τόσα να δουν, ν' ακούσουν, να πουν. Έμεινα δύο ολόκληρες ώρες εκεί ακίνητη, μπροστά μου ο ωκεανός, πίσω μου η Ευρώπη, με όλη τη συναρπαστική της ιστορία, τις σημαντικές κατακτήσεις και τα διαψευσμένα όνειρα, η Ευρώπη, που δεν μαθαίνει από τα πάθη της.

Επέστρεψα στο ξενοδοχείο, έβαλα το δεύτερο αζουλέιζου στη μικρή μου βαλίτσα, το όριο της Ευρώπης, το όριό μου. Το πήρα μαζί μου εφόσον δεν αποφάσισα να το περάσω.

Αργότερα, αχ ναι, αργότερα...

Γιατί είχε έναν υπέροχο ήλιο, γιατί οι αισθήσεις μου ήταν σε απόλυτη εγρήγορση και περιέργεια για οτιδήποτε καινούργιο, γιατί φορούσα ένα θαλασσί φόρεμα, που είχα αγοράσει το πρωί από τη λαϊκή αγορά, γιατί έχω, μονίμως, ένα τρελό ενδιαφέρον για το αύριο του κόσμου.

Όταν επέστρεψα, με ρώτησαν: “Τι έκανες στην Πορτογαλία;”

Είπα μόνο: “Είδα τον ωκεανό”

“Και τι χρώμα είχε;”

Και είπα: “αζούλ”.

Τέτα Μακρή

Απρίλιος 2014

                                                        

 

 

 

Azul